Του Αντώνη Κολιάτσου

Η συζήτηση του περασμένου Σαββατοκύριακου  στη Βουλή για το «ασφαλιστικό», απέδειξε με τον πλέον επίσημο και πανηγυρικό τρόπο ότι στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι ο σεβασμός στους συντα γματικούς θεσμούς, το αίσθημα της κοινοβουλευτικής ευθύνης, η πολιτική ωριμότητα, το πνεύμα συναίνεσης και εν τέλει ο εποικοδομητικός διάλογος εξακολουθούν να είναι «είδη εν ανεπαρκεία».

Γιατί, πραγματικά, τι άλλο θλιβερότερο ανέδειξε το διήμερο της συζήτησης για το ασφαλιστικό στο ελληνικό κοινοβούλιο, από μια κυβέρνηση που αρνείται να συνομολογήσει ότι εν όψει του Eurogroup της Δευτέρας(9/5/2016) ήταν αναγκασμένη να φέρει εσπευσμένα στη Βουλή ένα  σκληρό νομοσχέδιο, που κατά βάση δεν πιστεύει. Το οποίο, όμως, όντας ένα διαχρονικό και διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα, πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες που εμφανίζει η επίλυσή του, έρχεται  να επιβαρύνει και η ακραία απαίτηση των δανειστών .να πετσοκοφτεί η δαπάνη βιωσιμοτητάς του, αδιαφορώντας για τις φοβερές  επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα έχει στην επιβίωση των  οικονομικά και κοινωνικά δυσπραγούντων πολιτών.

Αλλά και από μια  αντιπολίτευση, που μέσα από τον ελάχιστα έως καθόλου εποικοδομητικό  αντιπολιτευτικό λόγο της, επιδιώκει να  καταφέρει ένα ακόμη πλήγμα στην συγκυβέρνηση «ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ» και όχι  το πώς θα βελτιώσει το επίμαχο νομοσχέδιο. Και εδώ πρέπει να ομολογήσει κανείς, με κάθε ειλικρίνεια, αν και πόσο άσχημα αισθάνθηκε όταν, παρακολουθώντας την εν λόγω συζήτηση επί του μείζονος εθνικού αυτού ζητήματος, έγινε μάρτυρας μιας,  σε τόσο υψηλούς τόνους και με πολύ λίγη ουσία, διεξαχθείσας αντιπαράθεσης, προεχόντως μεταξύ των κυβερνητικών βουλευτών και των συναδέλφων τους της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, της Δημοκρατικής συμπαράταξης και του Ποταμιού. Αλλά και ποιος ο βαθμός της δυσφορίας του, όταν, αντί για την ενότητα και το κοινό μέτωπο απέναντι στην «τρόϊκα πλας», που θα ενδυνάμωνε την ελληνική διαπραγματευτική θέση πάνω σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, είδε αυτή την αντιπαράθεση, εξ’ αποτελέσματος, να αποτελεί μια ιδιότυπη «κοινοβουλευτική φυγοδικία» της συνολικής αντιπολιτεύσεως, η οποία εκτός των άλλων, προσέβαλλε κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενο και πατριωτικά συμπεριφερόμενο  πολίτη.

Θα λέγαμε ακόμη ότι αυτή ακριβώς η κοκορομαχία και τα επίχειρά της, ήταν αυτό που έκανε και τον πλέον δύσπιστο Έλληνα πολίτη, από τον αγρότη, τον υπάλληλο, τον αυτοαπασχολούμενο, τον άνεργο, τον συνταξιούχο κ.ά, να πεισθεί ότι ο βαθμός σοβαρότητας και υπευθυνότητας των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του, απέναντι στο συζητούμενο νομοσχέδιο, είναι  αντιστρόφως ανάλογος της εθνικής διάστασης που εκ των πραγμάτων αυτό έχει

Ωστόσο η κακής ποιότητας παράσταση που παίχτηκε στη Βουλή το περασμένο Σαββατοκύριακο, τίποτε περισσότερο δεν πρόσφερε στην επίλυση του προβλήματος, πλην ίσως την πρόκληση  του κλαυσίγελου όλων όσοι γνωρίζουν περισσότερα για το πρόβλημα του ασφαλιστικού και μπορούν να καταλάβουν τα τερτίπια των πολιτικών  που… ανέλαβαν την επίλυσή του.

Ειδικότερα οι πρωταγωνιστές του ιδιότυπου αυτού «κοινοβουλευτικού σώου», δυστυχώς, είτε από άγνοια του αντικειμένου, είτε από εσωκομματική αδυναμία άρθρωσης ενός ενιαίου πολιτικού λόγου επί του θέματος, είτε από δογματική άρνηση του διαλόγου, είτε από τον φόβο του πολιτικού κόστους που επιμερίζει η τυχόν συμμετοχή σε αυτόν, είτε από εγγενή δυσκολία για την συλλογική διατύπωση μιας ολοκληρωμένης σχετικής πρότασης, είτε, τέλος, από ακραία πολιτική σκοπιμότητα, θέλουν να αγνοούν την εδραιωμένη πλέον αντίληψη στη συνείδηση του Έλληνα πολίτη ότι κατά την προ-διαδικασία για την επίλυση του «ασφαλιστικού» κανείς συμμετέχων φορέας (Κυβέρνηση, κόμματα, κοινωνικοί εταίροι) δεν μπορεί να έχει το επάνω χέρι. Πόσω δε μάλλον όταν αυτό το…προνόμιο, δυστυχώς, το έχουν οι δανειστές.

Επομένως, στο μέτρο που η σοβαρότητα, η σύνεση και η ευθύνη των ταγών του πολιτικού συστήματος,  κατίσχυαν της ελαφρότητας του είναι τους, ακόμη και αν η διαδικασία επίλυσης του «ασφαλιστικού» δεν εξελίσσονταν υπό το άγρυπνο βλέμμα της τρόϊκας, είναι βέβαιο ότι καμία μικρό-πολιτική σκοπιμότητα και άλλου είδους προϋπόθεση-πλην της πρόβλεψης για μια αξιοπρεπή διαβίωση και υποφερτή υγειονομική περίθαλψη του έλληνα πολίτη-  θα επιτρεπόταν να χωρέσει κατά την έναρξη και συνέχιση του διαλόγου με τους δανειστές. Ούτε φυσικά θα αφήνονταν να προβληθούν εμπόδια στην προσπάθεια για τον σχεδιασμό και τη δράση που θα οδηγούσε στην επίλυσή του, κατά τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.

Και αυτό γιατί με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, την οποία η αρμόδια αναλογιστική επιστήμη δυστυχώς αποκλειστικά «μιλάει», τα κρίσιμα μεγέθη που καθορίζουν μία γενναία όσο και αναγκαία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ήτοι: η γονιμότητα του πληθυσμού, το προσδόκιμο του χρόνου επιβίωσης των πολιτών, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας που οδηγεί στο κλείσιμο μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, η μάστιγα της ανεργίας, η  απίσχναση των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων(σ.σ, μείωση εισφορών, λεηλασία των αποθεματικών από το περιβόητο PSI, τα σκάνδαλα του χρηματιστηρίου και των δομημένων ομολόγων, η δραματική μείωση της κρατικής επιχορήγησης κ.ά), ο αυξημένος ρυθμός μετανάστευσης των νέων και κυρίως η εγγενής αβεβαιότητα του ιδίου του ασφαλιστικού συστήματος, τουλάχιστον σε βάθος χρόνου μιας 50-ετίας κ.α. Είναι τα βασικά αίτια που επιβάλλουν, ως  πολιτικά αναγκαίο προαπαιτούμενο, την ύπαρξη ενός αυξημένου αισθήματος πολιτικής ευθύνης εκ μέρους των κάθε λογής εμπλεκομένων στο πρόβλημα και οπωσδήποτε την επικράτηση ενός κλίματος ηρεμίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συναίνεσης, εποικοδομητικού διαλόγου και προεχόντως την ελάχιστη κοινωνική αποδοχή της λύσης του..

Δυστυχώς σχεδόν κανένα από τα πιο πάνω ο Έλληνας πολίτης δεν είδε να λαμβάνεται υπόψη από τους ιθύνοντες κατά την προχθεσινή διήμερη συζήτηση στη Βουλή!

Άκουσε όμως με έκδηλη δυσφορία την επιχειρηματολογία ορισμένων κοινοβουλευτικών της «συντηρητικής» και «προοδευτικής» αντιπολίτευσης, που με έκδηλα τα ρεβανσιστικά τους κίνητρα, κυριολεκτικά ωρύονταν παρά αγόρευαν. Οι οποίοι στο όνομα του κέρδους των εντυπώσεων, τελικά δεν κατάφεραν να δικαιολογήσουν  την επί της ουσίας  απουσία των ιδίων και εντεύθεν των κομμάτων τους, από το πρόβλημα

Πρόκειται για μέγα λάθος στρατηγικής της αντιπολίτευσης με το να πιστέψει ότι, στην ανάγκη-με ή χωρίς την πίεση της τρόϊκας- αντιμετώπισης του «διαχρονικά ζέοντος» αυτού προβλήματος  που προφανώς και απαιτεί την ευρύτερη δυνατή συναίνεση,  θα αποκομίσει πολιτικά οφέλη αν ξεσηκώσει τους ενδιαφερόμενους πολίτες (συνδικαλιστικούς φορείς, συνταξιούχους, κ.α) ενθαρρύνοντας και υποβοηθώντας τη συγκρότηση ενός μετώπου αντίδρασης εναντίον της κυβερνήσεως, με στόχο τη «μη λύση» του «ασφαλιστικού», αντί της σύμπραξης  με την κυβέρνηση στη δημιουργία  μιας ενιαίας και συμπαγούς λαϊκής δύναμης, κόντρα στις ακραίες απαιτήσεις του ΔΝΤ  και των σκληρών του Βερολίνου.

Από την άλλη και ο περισσότερο υποψιασμένος πολίτης, διαβλέπει ότι το «ασφαλιστικό» δεν είναι πρόβλημα μόνο της παρούσης διακυβερνήσεως και εν πάση περιπτώσει δεν  προέκυψε από… παρθενογέννηση.

Αντίθετα αναγνωρίζει την πολυπλοκότητά του και έχει επισημάνει τα «βαρίδια», που δεκάδες χρόνια πίσω το κρατάνε ακινητοποιημένο. Γι’ αυτούς λοιπόν, θα λέγαμε τους περισσότερους «ψαγμένους» πολίτες, τα εν λόγω «βαρίδια» μεταξύ των άλλων, εντοπίζονται στο ότι:

-το «ασφαλιστικό στην Ελλάδα ουδέποτε αντιμετωπίσθηκε έγκαιρα, με επιστημονική επάρκεια και με μακροπρόθεσμη προοπτική (με ορίζοντα τουλάχιστον 50-ετίας).

- από τα 23 ενεργά ασφαλιστικά ταμεία λίγο προ της κρίσης, τα 13 ήταν ελλειμματικά ενώ ελάχιστα από αυτά διέθεταν την απαραίτητη τεχνογνωσία και υλικοτεχνική υποδομή, ώστε ανά πάσα στιγμή η εκάστοτε διακυβέρνηση να γνωρίζει που «βρίσκονται», που «πάνε» και αν θα «φθάσουνε ποτέ εκεί που πρέπει να πάνε».

- η βιωσιμότητα του συστήματος όχι μόνο δεν υποστηρίχθηκε κατά τρόπο θεσμικά συστηματικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο, αλλά με την κατά καιρούς λήψη κάποιων έκτακτων μέτρων εισπρακτικού χαρακτήρα και χωρίς την συνύπαρξη ενός πλέγματος σχέσεων με μακροχρόνια διάσταση, απλά «εξασφαλίστηκε» προσωρινά η επιβίωσή του

- μία από τις βασικές αδυναμίες του συστήματος είναι ο μη σαφώς, προσδιορισμένος χαρακτήρας του ως «διανεμητικού» ή «ανταποδοτικού» ή εν πάση περιπτώσει ως ενός σύνθετου μοντέλου, με σαφή όμως και ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά του[σ.σ, .εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μέχρι σήμερα χαρακτήρας του «ασφαλιστικού» είναι περισσότερο «διανεμητικός» (οι παροχές του δεν είναι ευθέως ανάλογες με τις εισφορές) και λιγότερο «ανταποδοτικός» - «κεφαλαιοποιητικός» (εδώ στις παροχές τηρείται κάποια αναλογία με τις εισφορές)], κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα να εμφανισθούν κάποιες χρόνιες αλλά σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία του.

- το κόστος της περίθαλψης είναι δραματικά δυσανάλογο με τον αριθμό των περιθαλπομένων ασφαλισμένων και πως αυτό βαίνει συνεχώς αυξανόμενο(σ.σ, από μια πρώτη μελέτη του ειδικού αυτού προβλήματος που εκπόνησε το Διεθνές.

Γραφείο Εργασίας, ανέφερε ότι το κόστος της συνολικής περίθαλψης στην Ελλάδα, μέχρι πρότινος, αντιστοιχούσε σε πληθυσμό 45 εκ ασφαλισμένων και όχι 11 εκ περίπου Ελληνικού πληθυσμού).

- η συνύπαρξη ορισμένων παραγόντων αναφορικά με γενικότερες πληθυσμιακές μεταβολές (μετανάστευση, γονιμότητα πληθυσμού, προσδόκιμος χρόνος επιβίωσης μετά από κάποια ηλικία κ.α), η αλλαγή κρίσιμων αριθμητικών αναλογικών σχέσεων μεταξύ του ενεργού και συνταξιοδοτούμενου πληθυσμού (π.χ το 1995 συνυπολογιζόμενης της ανεργίας 2,3 εργαζόμενοι συντηρούσαν 1 συνταξιούχο, σήμερα λιγότερο από 1,6 ενεργοί ασφαλισμένοι αντιστοιχούν σε 1 συνταξιούχο, ενώ αν το σύστημα δεν υποστεί γενναία μεταρρύθμιση το 2050, ένας περίπου εργαζόμενος θα δίνει το μισθό του για τη σύνταξη ενός συνταξιούχου), καθιστούν τη  συνολική δαπάνη για τις συντάξεις, ως ποσοστό επί του Α.Ε.Π απροσδιόριστη και στην Ελλάδα  της 6-χρονης οικονομικής κρίσης, ανέφικτη(σ.σ το 2007 στα 100€ του Α.Ε.Π δαπανούνταν τα 12,5€ για συντάξεις, ενώ το 2030 η δαπάνη θα είναι 19,6€ και το 2050 το συνταξιοδοτικό κόστος θα ανέρχεται σε 25 περίπου ευρώ).

Τα πιο πάνω είναι μόνο μερικές από τις εφιαλτικές πτυχές του ασφαλιστικού μας προβλήματος, η ανάγκη γενναίας μεταρρύθμισης του οποίου είναι σήμερα κατεπείγουσα και δυστυχώς επώδυνη. Ωστόσο, όταν ο Ελληνικός λαός δέχεται… επίθεση από το μέλλον, κανείς δεν έχει το δικαίωμα κατά τρόπο προσχηματικό να αρνείται τη συμμετοχή του στον ειλικρινή διάλογο προκειμένου να σχεδιασθεί σωστά και στη συνέχεια να προβληθεί αποτελεσματικά η άμυνά του.

 

(*) Ο Αντώνης Κολιάτσος είναι μαθηματικός και αρθρογράφος   

e-mail Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.