Γράφει ο Παναγιώτης Δ. Μακρής

Το τοπίο της ελιάς, είναι το ελληνικό τοπίο, είναι το τοπίο της Μεσογείου. Είναι το φυσικό τοπίο που φτιάχτηκε από τον άνθρωπο για να έχει συνέχεια  ο τόπος, για να έχει προοπτική η ζωή. Είναι η φύση στην οποία η βιοποικιλότητα διατηρείται ψηλά. Είναι το τοπίο της ζωής, παράλληλα δε το τοπίο της αίσθησης, του κόπου και του ρόζου, μα και της αισθητικής.

Οι παραδοσιακοί οικισμοί στο τοπίο αυτό, τα μονοπάτια, τα ρέματα, οι μύλοι, τα γιοφύρια, τα λιθόστρωτα κι άλλα στοιχεία του, συνδυάζονται αρμονικά με τα στοιχεία του ελαιώνα τις πεζούλες, τ’ αυλάκια, τους μαντρότοιχους, τα ροζιασμένα δένδρα, καθώς και με την πανίδα, τις φωλιές των πουλιών στα ελαιόδεντρα, τ’ αυτοφυή άγρια φυτά του ελαιώνα, δημιουργώντας το τοπίο της ελληνικής υπαίθρου, στο οποίο η ελιά έχει πρώτιστο και ουσιαστικό ρόλο, είναι το στοιχείο που δομεί και στεριώνει. Αυτό το τοπίο της απλότητας, με την ασημοκέντητη ανταύγεια που αφήνει ο χρυσός ήλιος της Ελλάδος, έχει συνδυασθεί με τη θαλερότητα, με την ελπίδα, με την κραταίωση. Η προσφορά εν προκειμένω, η δομημένη τέτοια φύση, είναι της ελιάς καρπός, γι’ αυτό το δένδρο τούτο ως ιερό θεωρήθηκε και σύμβολο έγινε.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελαιώνες οι παλιοί διέπονταν από μια θαυμαστή φυσικότητα ο αγρότης έτρεφε έναν άγιο σεβασμό γι’ αυτούς, τους ήθελε αγνούς κι ανόθευτους, καθαρούς από χημικά και δηλητήρια, «παραδοσιακούς». Δεν τους «χαλνούσε» για να πάρει περισσότερα, δεν τους απομυζούσε. Μόνον τους όργωνε, τους έτρεφε με κοπριά, σπανίως τους κλάδευε, διατηρώντας τη φυσικότητά τους. Το κράτος είδε αυτή την αγροτική οικονομία ως μη αποδοτική και ζήτησε την αλλαγή της. Ζήτησε τη διαχείριση του ελαιώνα σύμφωνα με τους κανόνες της σύγχρονης γεωργίας, που επιβάλλει τη συστηματική περιποίηση των δένδρων και την εφαρμογή τεχνικών καλλιέργειας. Με τα χρόνια η φυσικότητα των παλαιών ελαιώνων άρχισε να υποχωρεί και, από ένα σημείο και πέρα, έπαψε να υφίσταται, όταν η καλλιέργειά τους έγινε εντατική, με τη χρήση μηχανικών μέσων και χημικών, που υποκατέστησαν τις παραδοσιακές μεθόδους ελαιοκαλλιέργειας. Πολλοί από αυτούς έγιναν ποτιστικοί, ενώ ακόμη και επικλινείς ελαιώνες υπόκειντο σε μηχανική καλλιέργεια.

Η φύση της ελιάς, τα θαυμαστά εκείνα αγροοικοσυστήματα της ελληνικής υπαίθρου ποια υπερδύναμη ζωή κρύβουν μέσα σ’ αυτούς τους κορμούς, που δε στέκουν ποτές όρθιοι και αλύγιστοι όπως στα δάση του βοριά, παρά ροζωμένοι και στριφογυρισμένοι, γωνιολύγιστοι και κλαδόγερτοι ή σιωπηλά σκυμμένοι κατέμπροσθεν ή ανοίγοντας αγκαλιές, πάντα, όμως, σαν έμψυχοι δείχνουνε στα μάτια μας. Και μολονότι οι ρίζες τους στέκουν αλάργα η μία στην άλλην, οι κορφές τους σμίγουν και αφήνουνε να χυθούν η μία μέσα στην άλλη. Έτσι αναγκάζεται κανείς να συγκινηθεί σχεδόν απ’ τα αισθήματα που με τόσο πάθος φανερώνουνε, νιώθει σα μια συγγένεια μαζί τους και μαθαίνει να πιστεύει τα παραμύθια των μαγεμένων δένδρων…

Η ελιά δημιουργεί υπέροχα περιβάλλοντα, δημιουργεί φύση μοναδική, έως εκεί που το μεσογειακό κλίμα τής το επιτρέπει. Οι περιοχές με ήπιο κι ελαφρώς υγρό χειμώνα, με ξηρό και θερμό καλοκαίρι, είναι οι ιδανικές της. Πιο πέρα, η παρουσία της δεν ενδείκνυται,  θεωρείται αντίνομο να υπάρχει έξω από το μεσογειακό κλίμα…

 Όμως σε πολλές περιπτώσεις η ελιά ξεπέρασε τα όριά της και φυτεύτηκε όπου θεωρήθηκε δυνατό να παράγει. Φυτεύτηκε σε υψόμετρα άνω των 700μ., καθώς και σε περιοχές όπου η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους -5ο ή σε άλλες που υπερέβαινε τους 40ο. Τούτη η πρακτική αποτέλεσε λόγο για την απόδοση ένοχων συμπεριφορών στο δένδρο αυτό. Η δυνατότητά της ν’ αντεπεξέρχεται σε συνθήκες παγετού, καθώς και το γεγονός ότι την «αφήνει αδιάφορη» η φύση των εδαφών όπου θα φυτευτεί, δημιούργησαν την πεποίθηση ότι η «ευλογία της» είναι παντού δυνατή. Φυτεύτηκε ψηλά, εκεί όπου το μεσογειακό κλίμα δεν έφτανε. Φυτεύτηκε σε βράχους, σε τόπους όπου ακόμη και το άγριο δεντρί αδυνατούσε να βλαστήσειhttps://dasarxeio.com/2014/11/30/341-2/ - _ftn4. Φυτεύτηκε σε τόπους που τους έπρεπε η φυσική βλάστηση και δεν εννοούνταν χωρίς το φυσικό τους περίγυρο. Η ελιά έτσι, σπρώχτηκε στην «αντινομία». Κι ήταν πολλές οι περιπτώσεις που το μοιραίο δεν απεφεύχθη. Είτε διότι ο παγετός νέκρωσε το δένδρο, είτε διότι η ξηρασία το ξέρανε, είτε διότι, με την επενέργεια κάποιου άλλου (τρίτου-εξωγενή) παράγοντα, αναμενόμενου για το φυσικό οικοσύστημα, μα απροσδόκητου για το δημιουργηθέν αγροοικοσύστημα, υπήρξε ανατροπή και κατάπτωση.

Με τούτα η ελιά ενοχοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις για τις άστοχες πρακτικές του ανθρώπου. Διότι δημιουργεί φύση, προάγει κι αναβαθμίζει φυσικά περιβάλλοντα, αρκεί να μη λειτουργήσει κυριαρχικά και υπάρξουν βίαιες ανατροπές. Όπου η εγκατάστασή της σε τόπους έγινε ομαλά, με την ανάπτυξη συμβατικών και κατά κανόνα όχι μεγάλης κλίμακας ελαιώνων, οπού τα ελαιόδεντρα άρμοσαν με την άγρια βλάστηση στα πλαίσια μιας συνολικής φυσικότητας εκεί η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε κι αφορούσε στο φυσικό περιβάλλον, κρίθηκε ως θετική. Η εναλλαγή αγρίου (δασικού) και ήμερου (αγροτικού) φυσικού περιβάλλοντος (μωσαϊκά χρήσης γης), χάρισε ετερογένεια στο τοπίο, το αναβάθμισε με τη δημιουργία ιδιαίτερης αισθητικής κι οικολογικής αξίας οικοτόπων και με ενίσχυση της βιοποικιλότητας.

Ακόμη όμως και η δημιουργία εκτεταμένων ελαιώνων, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα και δεν έχει επέλθει μηχανοποίηση της καλλιέργειάς τους, συμβάλλει στη διαμόρφωση σημαντικής φύσης (ο πλούτος των ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας που αναπτύσσονται σε τέτοια αγροοικοσυστήματα είναι μεγάλος. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι ενέργειες τέτοιας μορφής ενδείκνυνται κάθε φορά, αφού οι δυναμικές και μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στη φύση δημιουργούν ανατροπές, με αρνητικές, ίσως και μη ελέγξιμες για το φυσικό περιβάλλον επιπτώσεις. Οι ελαιώνες οι παλιοί, που δημιουργήθηκαν επί δασικών εδαφών, παρουσίασαν μιαν αξιοσημείωτη προσαρμογή στα φυσικά δεδομένα, διότι η δυναμικότητα της επέμβασης του αγρότη για τη δημιουργία τους, ήταν ήπια και μετρημένη και δεν είχε καμία σχέση με την ισχυρή και ολοκληρωτική επέμβαση που πραγματοποιείται σήμερα, με τη χρήση μηχανημάτων, δηλητηρίων και λιπασμάτων. Ο αγρότης τότε μπόλιαζε την άγρια ελιά καθαρίζοντας τον γύρω τόπο και διατηρώντας τη φυσικότητά  του. Βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και τότε δεν υπήρξε διαταραχή στο φυσικό περιβάλλον μ’ επιπτώσεις στη λειτουργία του, λόγω των αλλαγών που άξαφνα επήλθαν. Υποκαταστάθηκε η φυσική βλάστηση, με την ποικιλία των ειδών της και με την προσαρμοστικότητά της στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες, με τεχνητή, ξένη στο περιβάλλον εγκατάστασης, η πανίδα της περιοχής διαταράχθηκε ή απαιτήθηκε προσαρμογή των ζωικών ειδών στις νέες συνθήκες, η ισορροπία των εδαφών, λόγω της δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτά, διαταράχθηκε. Όμως η διαταραχή ήταν η μικρότερη δυνατή που μπορούσε να συμβεί, κι έδινε στο σύστημα τη δυνατότητα της άμεσης αποκατάστασης και της συνέχισης της φυσικής πορείας.

 Με τα χρόνια, και με την ήπια και μετρημένη καλλιέργεια που υπήρξε κατά τη δημιουργία του αγροοικοσυστήματος, επήλθε μια φυσική ισορροπία, υπήρξε θα λέγαμε προσαρμογή κατά τα πρότυπα της φύσης, εναρμόνιση με τους φυσικούς κανόνες, έτσι που η συμπόρευση ανθρώπου-φύσης να είναι δυνατή. Ο άνθρωπος με τον τρόπο αυτό δημιούργησε φύση διότι συνετά ενήργησε. Ήταν η φύση των παραδοσιακών ελαιώνων, των συνυφασμένων με την κοινωνική, ιστορική και πολιτιστική πορεία των Ελλήνων.

 

(*) Ο Παναγιώτης Δ. Μακρής είναι Γεωπόνος Τ.Ε / Χημικός-Οινολόγος M.Sc.

Υποψήφιος Διδάκτωρ Χημείας