Το σύστημα της πολιτικώς ουδέτερης δημόσιας διοίκησης, το οποίο υποστηρίζει του ισχύον Σύνταγμα και όλη η σχετική νομοθετική λειτουργία και νομολογία των δικαστηρίων, έχει την έννοια ότι η οργάνωση και η στελέχωση της διοίκησης πρέπει να παρέχει τις εγγυήσεις για την αντικειμενική εκτέλεση του νόμου.

Οι εγγυήσεις δε του συστήματος αυτού είναι σε αδρές γραμμές: η ύπαρξη οργανικών θέσεων άρρηκτα συνδεδεμένων με διοικητικές αρμοδιότητες, η πλήρως οργανωμένη μέχρι την κορυφή της διοικητικής αρμοδιότητας ιεραρχία, ο διορισμός και η σταδιοδρομία μόνο μόνιμων υπαλλήλων στην εν λόγω ιεραρχία.
Το ισχύον Σύνταγμα μάλιστα ρυθμίζει περιοριστικά το δικαίωμα πολιτικής έκφρασης των δημοσίων υπαλλήλων σε αρκετά άρθρα (29 παρ. 3, 56, 57), κυρίως το δικαίωμά τους να κατέρχονται στις εκλογές. Η νομολογία δε, δέχεται ότι ο δημόσιος υπάλληλος εξασφαλίζει την σταθερή και μόνιμη συνέχεια στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης εν μέσω πολιτικών εναλλαγών, οι οποίες είναι σύμφυτες με τον μηχανισμό των κομμάτων του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, συνεπώς οι δημόσιες εκδηλώσεις του υπαλλήλου και η εκδήλωση του πολιτικού φρονήματός του, είναι παραβίαση της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας και της νομιμοφροσύνης του.
Το Σύνταγμα επιτρέπει (103 παρ.8) την σε μη μόνιμους υπαλλήλους μεταβίβαση αρμοδιότητας  μόνον  όταν δικαιολογείται από τη φύση των αρμοδιοτήτων αυτών. Δηλαδή οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να είναι υπαρκτές ,είτε για την κάλυψη ήδη υφιστάμενων οργανικών θέσεων είτε για κάλυψη πρόσκαιρων και διαρκών αναγκών που υφίστανται εν προκειμένω. Πλην όμως οι μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι (έκτακτοι, συμβασιούχοι) διορίζονται και ασκούν τις αρμοδιότητες τους διά σχετικής Υπουργικής απόφασης ή κατ’ εξουσιοδότηση Υπουργού. Δηλαδή ασκούν τις  συγκεκριμένες αρμοδιότητες  που κάθε φορά τους μεταβιβάζει και αναθέτει ο αρμόδιος Υπουργός με την απόφασή του. Αυτονόητο εξάλλου είναι και ότι οι μετακλητοί (άλλη κατηγορία μη μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου), είναι εξορισμού εκφραστές της πολιτικής θέλησης. Και όπως προκύπτει από το Ελληνικό Σύνταγμα, ανώτατη εν ιεραρχία αρμοδιότης είναι αυτή του Υπουργού, δηλαδή πολιτικά «εγχρώμου» οργάνου. Βέβαια όσο διατηρείται η αρμοδιότητα του υπαλλήλου που προκύπτει από τη θέση, διατηρείται και η θέση του (και το δικαίωμα προς άσκηση αίτησης ακύρωσης). Όμως πώς θα ξεπεραστεί το γεγονός ότι κύριος και τελικός φορέας διοικητικής αρμοδιότητας στην οργάνωση της Διοίκησης σε Υπουργεία είναι ο ίδιος ο Υπουργός, είναι ένα ερώτημα που χρήζει αντιμετώπισης. 
Οι μη μόνιμοι Υπάλληλοι του Δημοσίου (έκτακτοι, συμβασιούχοι, μετακλητοί κλπ.), είναι υπάλληλοι που νομικά δεν καλύπτονται υπό την ιδιότητα του Δημοσίου Υπαλλήλου όπως την καθορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ.2 και 4. Περαιτέρω δεν υπάρχει τρόπος, δι’ αναγκαστικού κανόνα δικαίου, αλλαγής του καθεστώτος τους, διά του οποίου προσελήφθησαν και συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Κι’ αυτό γιατί εκ του άρθρου 103 παρ 8 του Συντάγματος απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων των υπαλλήλων αυτών  σε αορίστου χρόνου. Επίσης διά του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ευθέως ότι η πρόσληψη υπαλλήλων για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα γίνεται από ανεξάρτητη Αρχή (ΑΣΕΠ). Συνεπώς διά των διατάξεων αυτών, χαρακτήρος αναγκαστικού δικαίου, άμεσων , ρητών και ευθέως απευθυνομένων, προσδιορίζεται το νομικό πλαίσιο των δημοσίων υπαλλήλων.
Αλλά αυτή η αντιμετώπιση δεν απαντά βέβαια στο γεγονός ότι η στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης γίνεται και από τις κατηγορίες αυτές των υπαλλήλων (μη μονίμων). Και μάλιστα αφού η Δημόσια Διοίκηση ασκεί είτε πράξεις εξουσίας είτε πράξεις διαχείρισης, στο μέτρο που πλαισιώνεται από υπαλλήλους (συμβασιούχους, έκτακτους, με σύμβαση ιδ. Δικαίου κλπ) που έχουν αναλάβει την εκτέλεση ορισμένου έργου, και αυτοί οι τελευταίοι επίσης εκτελούν στην πράξη την ίδια υπηρεσία με εκείνη των δημοσίων υπαλλήλων, είτε ασκώντας εξουσία είτε διαχείριση. Εν πάσει δε περιπτώσει συμμετέχουν στην προετοιμασία έκδοσης διοικητικών πράξεων. Δηλαδή εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι η κατηγορία αυτή των υπαλλήλων του Δημοσίου, όντων σε νομική θέση λανθάνουσα και μη ορθώς δικαιολογημένη, δέον να λειτουργήσει πλέον και εφεξής νομιμοποιημένα. Ο συντακτικός νομοθέτης  προβλέποντας στο άρθρο 103 παρ. 8 «κάλυψη οργανικών θέσεων… επειγουσών… και απρόβλεπτων αναγκών… πρόσκαιρων», αναγνωρίζει εμμέσως την ύπαρξη και την διαθεσιμότητα προς τούτο και αυτής της κατηγορίας ορισμένων  μη μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου. Πλην όμως δεν εξοπλίζει αυτούς με την ιδιότητα του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου αφού δεν επιτρέπει την μονιμοποίηση αυτών ούτε μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου. Ο δυνητικός εφαρμοστικός νόμος  που θα πρέπει να εισάγει η κυβέρνηση (η εκάστοτε επιθυμούσα την επίλυση του θέματος) γι’ αυτήν την περίπτωση του άρθρου 103 παρ.8 , είναι η πρόσληψη της κατηγορίας αυτής των μη μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου απευθείας (δηλαδή εκ νέου) και όχι μονιμοποιώντας την προηγούμενη κατάστασή τους, ούτε φυσικά μετατρέποντας τις  προηγούμενες συμβάσεις τους σε αορίστου χρόνου επεκτείνοντας την προηγούμενη κατάσταση. Δηλαδή αφού ο συντακτικός νομοθέτης αποδέχεται την ύπαρξη  μίας κατάστασης (με αρνητικό περιεχόμενο), διακρίνοντάς την  μετά από σύγκριση με μία αντίστοιχη (με θετικό περιεχόμενο), σαφώς έχει κατά νού την ρύθμιση του θέματος διά εφαρμοστικού νόμου που όμως δεν θα καταστρατηγεί τις διατάξεις του Συντάγματος και δη αυτές του άρθρου 103 παρ. 7 & 8. Φυσικά θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η μη εφαρμογή της διαδικασίας του ΑΣΕΠ στην περίπτωση αυτή, νομιμοποιεί «από το παράθυρο» μία κατηγορία υπαλλήλων του Δημοσίου. Όμως ξανά πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη αυτής της κατηγορίας των μη μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου προβλέπεται απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ.8). Για την αποφυγή υπονοιών σκοπιμότητας, αμφιβολιών ως προς την σαφή νομική κατάσταση των  προσληφθέντων υπαλλήλων, και μη διάφανων και ξεκάθαρων προθέσεων τόσο από μέρους της (εκάστοτε) κυβέρνησης όσο και των ίδιων υπαλλήλων της κατηγορίας αυτής, θα πρέπει η απευθείας πρόσληψη που θα προβλέπει ο εφαρμοστικός νόμος να τηρεί την αναλογία 5 αποχωρήσεις προς 1 πρόσληψη και ως προς αυτούς, καθεστώς  που ισχύει για την κάλυψη των θέσεων των δημοσίων υπηρεσιών εν γένει με τα πρόσφατα ψηφισθέντα νομοθετήματα. Όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα της προηγούμενης κατάστασής τους - ασφαλιστικά, υγείας, πρόνοιας, σύνταξης κλπ. - δυνατόν είναι να υπάρξει πρόβλεψη αναγνώρισης των χρονικών διαστημάτων ως υπηρετήσιμων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα, διά καταβολής ενδεχομένως κάποιων χρηματικών ποσών που θα προσδιορίζεται στον νόμο.
Τελικά, διά του άρθρου 103 παρ.1 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να δώσει ένα στίγμα πολιτικής ουδετερότητας της δημόσιας διοίκησης, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους (και συνεπώς όχι συγκεκριμένης πολιτικής μερίδας) και υπηρετούν το λαό, ενώ προσφέρει ένα ακόμη στήριγμα στην Αρχή της νομιμότητας της δράσης της δημόσιας διοίκησης  μιας και οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν υπακοή στο Σύνταγμα.
                                                                                             

                                                                                              Γεώργιος Ε. Κολιός
                                                                                           Δικηγόρος παρ’εφέταις