Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΕΓΑ

Μια στενή λωρίδα πόλης σκαρφαλωμένη στο λόφο της Περάνθης, στριμωγμένη από το ποτάμι ή, καλυτέρα, «μια πόλη πίσω από την πόλη» συσταλμένη από την εγκατάλειψη και φοβισμένη από την λεωφόρο, μοιάζει να σημαδεύει την Άρτα.

Είναι το Σκοπευτήριο. Που τώρα με την Ιόνια έχει γίνει η κύρια είσοδος της πόλης όπου παραμονεύουν τα ατυχήματα, αθροίζονται τα προβλήματα, αυξάνονται οι προκλήσεις.
Αυτό το «πίσω μέρος» της πόλης, που αν το γυρίσεις ανάποδα, αν γίνουν τα έργα υποδομής και αποκτήσει την προοπτική που δικαιούται η περιοχή, θα έρθει το… πάνω κάτω σε ολόκληρη την πόλη.
Θα γίνει  ο καθρέφτης της Άρτας: Η κύρια είσοδος με το ποτάμι δεξιά (Ανατολικά) και αριστερά (Δυτικά) τον κατάφυτο λόφο της Περάνθης και μπροστά το κάστρο με τις αλλεπάλληλες διαστρωματώσεις της ιστορίας της πόλης: τα κορινθιακά τείχη της αρχαίας Αμβρακίας με τις κυκλώπειες διαστάσεις στη λιθοδομή, τις βυζαντινές αψίδες με τις κεραμικές λεπτομέρειες, τις έσχατες οχυρώσεις της τουρκοκρατίας….
 Αυτή η περιοχή έρχεται στο προσκήνιο χάρις στην επιμονή των ανθρώπων της και ζητούν να βγουν από την αφάνεια. Τα τελευταία χρόνια ένας δραστήριος Σύλλογος έχει βάλει στοίχημα να πρωταγωνιστήσει στις λύσεις των προβλημάτων και όχι να πρωταγωνιστήσουν οι παράγοντες του Συλλόγου στις συμπεριφορές των κατοίκων. Φέρει το όνομα που πάντα είχε η συνοικία λόγω της… έδρας των κυνηγών που ασκούνταν στο αγαπημένο τους σπορ, το «Σκοπευτήριο». Και στο καταστατικό απαγορεύεται στους Δημάρχους, τους δημοτικούς συμβούλους και τους λοιπούς αρμοδίους, τα αξιώματα στον Σύλλογο. «Το Σκοπευτήριο έχει στόχους δικούς του, την ανάδειξη των προβλημάτων της περιοχής και την λύση αυτών και όχι την αναρρίχηση των διοικούντων» μας λέει ο δραστήριος Πρόεδρος του Γιώργος Παπαποστόλης.
Η αλήθεια είναι ότι με μερικές μικρές παρεμβάσεις, με ένα δρόμο ήπιας κυκλοφοριακής διέλευσης στην πλατεία Κρυστάλλη, με την διαμόρφωση μιας φυσικής πισίνας στη λιμνούλα που σχηματίστηκε στο παραποτάμιο πάρκο, με την δημιουργία του Διοικητηρίου στο στρατόπεδο, αλλάζει μορφή η συνοικία. Είναι μερικές απλές κινήσεις που φέρουν την πίσω πόλη μπροστά και την Άρτα στην κορυφή.
 Και η πρόκληση: Να υπογειοποιηθεί, μας λέει φίλος Γιώργος Λαβδαριάς, «μέρος της λεωφόρου, ενός δρόμου που έχει μετατραπεί στη μόνη είσοδος της πόλης από την Ιόνια οδό, με αποτέλεσμα να έχει υψηλή κυκλοφοριακή πίεση και να ελλοχεύουν καθημερινά τα ατυχήματα, να κινδυνεύουν τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι να διαβούν το δρόμο». Και οπωσδήποτε, πρέπει να «ανοίξει η πόλη στο ποτάμι».
 Αυτό που είναι το πάγιο, το διαρκές, το επαναλαμβανόμενο, το χρονίζον και κακοφορμισμένο αίτημα ολόκληρης της Άρτας: Να ανοίξει η πόλη στο ποτάμι. Να γίνουν αθλητικές εγκαταστάσεις, χώροι αναψυχής, διάδρομοι περιπάτου και ποδηλατόδρομοι, χώροι εστίασης, ξενάγησης και ανάπαυσης. Από το παραποτάμιο πάρκο μέχρι το ιστορικό γεφύρι, και πιο κάτω ακόμη, στο Πανεπιστήμιο…
 Αυτά δεν αφορούν μια συνοικία, είναι έργα ανάπλασης ολόκληρης της Άρτας για τα οποία όμως χρειάζεται όραμα και σχέδιο.
Σε αυτόν λοιπόν τον παράδεισο που τον λούζει η Ανατολή και όπου στα νερά του ποταμού καθρεφτίζεται ο λαμπυρίζων πρωινός ήλιος, τον τόπο όπου ο κουρασμένος Άραχθος εναπόθεσε τις φερτές ύλες, τις πέτρες και το λιγοστό χώμα από το άγονο Τζουμέρκο και την δενδρώδη Πίνδο, εκεί λοιπόν οι προηγούμενες τοπικές ελίτ επέλεξαν να τοποθετήσουν τις «οχλούσες» δραστηριότητες: Τα ΚΤΕΛ, το γκαράζ των απορριμματοφόρων του Δήμου, εκεί και η πρόσκαιρη εναπόθεση  ενός τμήματος των σκουπιδιών (ογκώδη αντικείμενα).
 Η αλματώδης ανάπτυξη της περιοχής τα τελευταία 40-50 χρόνια αναμφίβολα άφησε και αυτή το στίγμα της στο περιβάλλον. Σε πολλές περιπτώσεις και στην αισθητική του συνοικισμού. Αλλά παραμένει το πιο «εύκολο» και οικονομικά «φτηνό» μέρος για διορθωτικές παρεμβάσεις. Με λίγα κονδύλια, με έξυπνες και στοχευμένες παρεμβάσεις το Σκοπευτήριο μπορεί να γίνει η πύλη (που αρμόζει) της Άρτας. Και να σε εισάγει όμορφα και ονειροπόλα από την δημιουργία της φύσης, δίπλα στον Άραχθο, κάτω από το πευκόδασος, στο ονειρεμένο κάστρο. Και από εκεί, άμποτε με το καλό, να ξεκινούν οι πεζόδρομοι και οι δρόμοι  ήπιας κυκλοφορίας οχημάτων μέχρι το Αρχαίο Θέατρο, την Αγία Θεοδώρα και τον Άγιο Δημήτριο. Να εισέρχεται αργά και λατρευτικά ο επισκέπτης στην Βυζαντινή Άρτα, την τρίτη (πιο) Βυζαντινή πόλη μετά την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Και έτσι μελωδικά να κυλάει ξανά κατά μήκος της αρχαίας ταφικής λεωφόρου, της «Ιεράς Οδού» των αρχαίων πόλεων, η οποία χρησιμοποιούνταν παράλληλα και σαν ο οδικός άξονας που ξεκινούσε από τη νότια πύλη του τείχους της Αρχαίας Αμβρακίας και κατέληγε στο επίνειο της πόλης. Εκεί να ξεχύνεται το ανθρωπινό ποτάμι από περιπατητές, επισκέπτες, φοιτητές, αγρότες και καλλιεργητές, εμπόρους και ψαράδες, ναύτες και αθλητές. Να ξαναμπαίνει αυτό το ανθρώπινο μελίσσι στις όχθες του Αράχθου, μέσα στους πολύχρωμους μπαξέδες, να τον πιάνει το δροσερό αεράκι από τη θάλασσα, να αφήνεται στο λίκνισμα του Αμβρακικού!
Άμποτε!