Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Χειμωνιάτικη η μέρα, με αισθητή ψύχρα, αλλά ο ουρανός ανέφελος και απ’ τον ανατολικό ορίζοντα της Ροδαυγής, εκεί στην πανέμορφη και χιονισμένη οροσειρά της Πίνδου, έσκασε λαμπερός ο ήλιος βεβαιώνοντας πως τούτο το χωριό δικαίως πήρε αυτό το όνομα. Λαμπύρισαν οι τόποι! Το ορεινό τοπίο αφέθηκε νωχελικά στις ακτίνες του ήλιου κι όλα τα όντα, που κινούνται πάνω του, νοιάστηκαν πώς θα χαρούν τούτη την αναπάντεχη αιθρία. 

Εμείς, ακόρεστοι ταξιδευτές του τόπου μας, διαλέξαμε ταξίδι! Όχι, μακρινό. Τι τα ταξίδια, εκτός από κείνα τα εσωτερικά που ο καθένας μόνος του τα κάνει, υπάρχουν τα άλλα που, αν και σε μικρή απόσταση και σε γνώριμα μέρη πορεύεσαι, έχουν τη δύναμη να σε κάνουν κοινωνό του τόπου βαθύ και να σε πλουτίζουν με τα λιτά τους, όσο και μοναδικά, κάλλη. Τούτη, λοιπόν, τη μέρα τη λιόλαμπρη, βάλαμε πλώρη, για πολλοστή φορά μέσα στα χρόνια, για της Πλάκας το γεφύρι, το οποίο ζευγνύει με περισσή μεγαλοπρέπεια τις όχθες του πολύδωρου Αράχθου. 

Του Ποταμιού, όπως αλλιώς τον λένε, που ο αχός των υδάτων, τα οποία με ορμή κυλούν στην ελικοειδή κατηφορική κοίτη του, ακούγεται από μακριά. Όπως τότε! Στο μακρινό παρελθόν, δηλαδή, που, όπως η παράδοση μας αναφέρει, τα ποτάμια Άραχθος, Αχελώος και Πηνειός, τα οποία ήταν αδέλφια, μια μέρα η μάνα τους η θάλασσα τ’ άφησε στον ύπνο κι έφυγε! Ο Αχελώος κι ο Πηνειός, καθώς ξύπνησαν πρώτοι, κίνησαν να πάνε να τη βρουν κλαίγοντας, χωρίς, όμως, να ξυπνήσουν τον μικρότερο, τον Άραχθο. Το ταξίδι της αναζήτησης οδήγησε τον Πηνειό προς τη Θεσσαλία και τον Αχελώο προς το Μεσολόγγι. Ο καημένος ο Άραχθος, μόλις ξύπνησε κι είδε ότι τα αδέλφια του τον άφησαν μόνο, θύμωσε πολύ κι οργισμένος έσκισε τα όρη και τις πεδιάδες με τέτοια δύναμη και βιασύνη, ώστε έφτασε  πιο  γρήγορα  από κείνους στη θάλασσα! Απ’ αυτό το όλο σπουδή ταξίδι φαίνεται πως εξηγούνται, τόσο η άγρια, απότομη κοίτη του και τα ορμητικά του νερά, όσο και παρετυμολογικά η ονομασία του, αφού ο Άραχθος άραξε, έτρεξε, δηλαδή, γρήγορα, για να βρει τα αδέλφια του! 

Κι αυτή τη μέρα, την ώρα που διαβαίναμε τη σύγχρονη γέφυρα, την ίδια αγριεμένη διάθεση είχε. Θολωμένα νερά κατέβαζε η κοίτη του κι η στάθμη τους ψηλή, φοβέριζε ν’ αγγίξει το γιοφύρι! Δεν τ’ άγγιξε, αλλά με τη βοή και τη σκοτεινιά των υδάτων, η ψυχή μας κυριεύτηκε από μαύρες σκέψεις μέχρι να το διαβούμε! 

Γνώριμος τόπος από παλιά η Πλάκα, μας δημιούργησε τη διάθεση να τον περπατήσουμε. Με αργό βηματισμό κι αναμετρώντας εικόνες και μνήμες μακρινές προχωρούσαμε απολαμβάνοντας το ορεινό τοπίο που στεφανώνει τη βαθιά κοιλάδα του Αράχθου. Μάλιστα, τα χιονοσκεπή Τζουμέρκα και το αχιόνιστο Ξηροβούνι, με τη διαφορετική τους έτσι κι αλλιώς όψη, προσέδιδαν στο τοπίο τη γοητεία του ξεχωριστού, το οποίο προκύπτει, συχνά, απ’ την αρμονική συνύπαρξη ακόμα και αντίθετων πραγμάτων. Τα πουλιά, ανιδιοτελείς ψυχαγωγοί μας, πετάριζαν αναζητώντας τροφή μέσα στους κισσούς, οι οποίοι αναρριχιόνταν θρασομανώντας πάνω στους κορμούς των πλατανιών και άλλων ενδημικών δέντρων. Εκεί, ήταν που ήρθαν στα χείλη οι όλο νόημα στίχοι απ’ τα «Φωτερά σκοτάδια» (1915) του Γεωργίου Δροσίνη και τους ψιθύρισα, μπας και χαλάσω την αρμονία των ήχων της φύσης: «Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα/ σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο/  ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,/ μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω». 

Όσο πλησιάζαμε στην κοίτη, τόσο κι ακούγονταν πιο δυνατά η βουή του κατεβασμένου ποταμιού. Και μόλις τον αντικρίσαμε από πολύ κοντά φόβος μας συνεπήρε, λες κι όλο τούτο το νερό με τις φερτές ύλες, δεν θ’ αργούσε να ’ρθει κατά πάνω μας και να μας καταπιεί! Όμως, δεν ήρθε! Αντίθετα αποτέλεσε για πολλή ώρα θέαμα, το οποίο σε πολλές στιγμές το απαθανάτισε ο φωτογραφικός φακός, τόσο δίπλα, όσο και πάνω απ’ το γεφύρι, που αγέρωχο δέχεται στη ρίζα του την ορμητική και τη γαλήνια ροή του. 

Εκεί πάνω, απ’ το κλειδί, απ’ το ψηλότερο σημείο της καμάρας, δεν χορταίναμε ν’ αγναντεύουμε το τοπίο! Αφουγκραζόμαστε τη βουή των θολών υδάτων και θαυμάζαμε την αντοχή της ιστορικής γέφυρας και την τέχνη των μαστόρων που την οικοδόμησαν. Κι αναρωτιόμασταν αν έχει γίνει κάτι για τη συντήρησή της, γιατί πολλές φορές, όπως συνέβη και με την άλλη μεγάλη γέφυρα του Αράχθου που βρίσκεται στην Άρτα, ίσα που πρόλαβαν και την έσωσαν από βέβαιη κατάρρευση. Τι η φθορά είναι συχνά αφανής σε τούτα τα όμορφα μνημεία που ενώνουν τις όχθες των πολύβουων ποταμών και σε ανύποπτο χρόνο ενσκήπτει το κακό. Άλλωστε, δεν αρκεί να καμαρώνει ο άνθρωπος για ό,τι θαυμαστό έγινε στο παρελθόν, αλλά οφείλει να νοιάζεται γι’ αυτό και να το προστατεύει. Να νιώθει πως είναι κομμάτι του τόπου του μοναδικό και να κινεί θεούς και δαίμονες για τη συντήρηση και την αισθητική του αναβάθμιση και διότι είναι βέβαιο πως, όταν γίνει το κακό, τα δάκρυα κι η μετάνοια δεν αρκούν, για να αναστήσουν απ’ τα ερείπια ό,τι ακριβό ο τόπος του είχε. 

Αυτά σκεφτόμουν κι η ψυχή μου πλημμύρισε με πόνο. Τούτο το σύντομο ταξίδι στην ιστορική γέφυρα της Πλάκας, με γέμισε με πόνο! Εκείνον τον γνωστό πόνο, τον οποίο νιώθω πάντα μπροστά στην ακηδία και την εγκατάλειψη της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Κάτι πρέπει να κάνουμε, για να σωθεί, σκέφτηκα. Και το άλλο γεφύρι, της Άρτας, με την πρωτοβουλία απλών ανθρώπων σώθηκε! Όταν η  πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς ολιγωρούν, οι πολίτες οφείλουν να αναλαμβάνουν δράση! Οφείλουν, όλοι το οφείλουμε στον τόπο που μας γέννησε και στο μέλλον του! Ελπίζω να προλάβουμε!