Γράφει ο Γεώργιος Ε. Κολιός
Δικηγόρος παρ’ εφέταις

Η παιδεία είναι, κατά τον αρχαίο ορισμό της, «ορθή περιαγωγή της ψυχής», δηλαδή όχι εμφόρτωση της ψυχής με οποιαδήποτε πνευματικά στοιχεία, αλλά καθοδήγησή της με τέτοιο τρόπο ώστε να εκδηλώσει πηγαία την εσωτερική της ενεργητικότητα προς την ορθή κατεύθυνση.

Δηλαδή, έτσι ώστε  να παρουσιάσει η ψυχή, εκείνα από τα πνευματικά αγαθά της ανθρωπότητας που ταιριάζουν απρόσκοπτα στις εσωτερικές της προδιαθέσεις  και που υποκινούν τις δημιουργικές δυνάμεις της στο μέγιστο.
Τα στοιχεία της παιδείας είναι τρία: ο δέκτης, ο λειτουργός και το περιεχόμενο της παιδείας. Ως τώρα, οι γενικές κατευθύνσεις της παιδείας  παραμέλησαν τα δύο πρώτα στοιχεία της παιδείας (τον προσωπικό παράγοντα) και ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για το περιεχόμενο της.
Έτσι στα σημεία  εκείνα όπου η εκπαίδευση είναι μη εφικτή χωρίς την άμεση συμμετοχή των προσώπων της παιδείας, η χρόνια παραμέληση αυτού του προσωπικού στοιχείου,  οδήγησε στην αποτυχία της εκπαίδευσης.
Αυτό προέκυψε ακριβώς γιατί ο προσωπικός παράγοντας υπήρξε ο τυχαίος μαθητής, ο νέος, άπλαστος, που προυποτίθεται  ότι έχει πόθο να δεχτεί την παιδεία, και πάνω σ’αυτόν στηρίχτηκαν οι κατευθύνσεις του περιεχομένου της παιδείας. Έτσι το περιεχόμενο της παιδείας στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ταίριαζε στις ανάγκες και στις δεξιότητες του (κάθε) μαθητή, ούτε φυσικά και στις αντίστοιχες των δασκάλων, αφού κι αυτοί με τη σειρά τους αναγκάζοντο να προσαρμόζονται στο συγκεκριμένο αυτό περιεχόμενο , αφήνοντας και οι δύο (μαθητής και δάσκαλος) στην τύχη να καθορίσει το είδος της παιδείας που αμφότεροι ήταν δεκτικοί ως προς αυτό. Ελάχιστες , όμως, ήταν οι πνευματικές τυχαίες συναντήσεις με κοσμοιστορικές συνέπειες στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας (Πλάτων - Σωκράτης, Αριστοτέλης - Πλάτωνας).    
Το πιο ωραίο υπόδειγμα στην κατεύθυνση της παιδείας είναι η λεγόμενη ανθρωπιστική παιδεία. Είναι ,δηλαδή, η «ανιδιοτέλεια» στην μόρφωση, η διάπλαση με αρμονικό τρόπο όλων των δυνατοτήτων και των κλίσεων της ψυχής, συγκλινόμενων προς ένα αρμονικό όλον (φανταστείτε ένα άγαλμα της κλασσικής αρχαιότητας). Η αληθινή πολιτεία, οργανωμένη διοικητικά ως ο μέγας ψυχοπλάστης , ο καθορίζων τις κατευθύνσεις της παιδείας , πρέπει να αναλογιστεί, να αφουγκραστεί και να αναμετρήσει τις πνευματικές δυνάμεις όλου του λαού της . Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας διαφορισμός της παιδείας είναι απαραίτητος.
Σε πρώτη φάση πρέπει η παιδεία να είναι ομοιόμορφη για όλους, σε δεύτερη όμως φάση διαφορισμένη, βάσει της επίδοσης του καθενός στην προηγούμεν η (πρώτη) φάση. Η πρώτη φάση είναι η γενική εκπαίδευση, ενώ η δεύτερη η επαγγελματική, πιο ευρύτερη ως έννοια και περιεχόμενο γνώσεων. Η γενική εκπαίδευση πρέπει να χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν ομοιόμορφα παιδευτικά αγαθά για όλους, ακόμη και δασκάλους , όσο μπορεί να είναι εφικτό, ίδιων ικανοτήτων, μαθητές ίδιας ηλικίας και εξασφαλίζοντάς τους ίδιες συνθήκες σπουδών. Ο χρόνος της γενικής εκπαίδευσης, εξαρτώμενος βέβαια και από τις οικονομικές δυνατότητες της πολιτείας, θα πρέπει να κυμαίνεται π.χ. από οκτώ έως δέκα χρόνια (ελάχιστο και μέγιστο αντίστοιχα). Για την πραγματοποίηση, όμως, της γενικής εκπαίδευσης δεν αρκεί μία νομική διάταξη που να την κατοχυρώνει, αλλά απαιτείται αυτή να γίνει προσιτή οικονομικά στον κάθε μαθητή, πράγμα που απαιτεί οικονομικές δαπάνες του κράτους μεγάλες για την άρτια οργάνωση και το πλήθος των σχολείων, δημόσιων κυρίως. Πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψει μας και τούτο: ότι η συντήρηση και προαγωγή του πνευματικού πολιτισμού έχουν το ίδιο βάθος και βάρος, τον ίδιο αντικειμενικό προσανατολισμό, είτε ομιλούμε για την Ελλάδα είτε για οποιαδήποτε άλλη δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία. Γι’ αυτό θα πρέπει να συνδυάζεται ό,τι έχει αξία στην πνευματική ζωή του Έθνους και συνάμα ό,τι έχει αξία και στην πνευματική ζωή έτερων κοινωνιών, ουτως ώστε διά της οσμώσεως κατά την παροχή της γνώσης, να παρουσιαστεί μία συνολική παιδευτική δραστηριότητα που αξίζει κάθε νέος να έχει σαν πρότυπο ζωής και δράσης. Θα πρέπει δηλαδή, να μπορεί ο μαθητής να διέρχεται, φυσικά με την χρήση βοηθημάτων, οποιοδήποτε κείμενο της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον Πλούταρχο και το Ευαγγέλιο και τα συγγράμματα της καθαρεύουσας  επίσης, έτσι ώστε με μία συνθετική διαλογή από όλα τα αγαθά της πνευματικής, εθνικής και πανεθνικής, κληρονομίας να θέσει τις βάσεις για μελλοντική αναγέννηση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Όμως χρειάζεται παράλληλα και καθολική εποπτεία του οικουμενικού πολιτισμού, κατά τρόπο που να  αποδεικνύει την (δοκιμασμένη) επίγνωση της δεκτικότητας  του ελληνικού λαού σε ότι «οικουμενικό» αξίζει.
Σκοπός της παιδείας είναι πρώτα απ’ όλα να διαπλάσει την δύναμη για εργασία, την ικανότητα δηλαδή (πρακτικές ή επιστημονικές δεξιότητες), που είναι απαραίτητη για την ζωή. Το γενικό αίτημα είναι η εφαρμογή του τεχνικού πολιτισμού όσο πιο πλατιά γίνεται, ενώ τα ειδικά αιτήματα είναι ένα διαφορισμένο πρόγραμμα οργάνωσης και εργασίας κατά περιοχές ανάλογα με τις ειδικές  οικονομικές διαστάσεις κάθε περιοχής (σε άλλες περιοχές χρειάζονται ειδικές γεωργικές γνώσεις, σε άλλες αλιευτικές,  αλλού μεταλλευτικές κλπ.). Η γενική εκπαίδευση  φέρνει σε επαφή κάθε έναν με τον τεχνικό πολιτισμό, ενώ η επαγγελματική ανώτερη εκπαίδευση (που προσδιορίζεται από τις ανάγκες της Χώρας π.χ. για μηχανικούς, αρχιτέκτονες, χημικούς για την επόμενη γενιά), είναι εύκολο να  παραδώσει τους πιο άξιους και τους πιο δημιουργικούς διευθυντές της οικονομίας, αρκεί οι δυό τους να  αλληλεπιδρούν.