Η Αττική, κατ’ εξοχήν γεωγραφικός χώρος όπου ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έδωσε πολλές μάχες εναντίον των Οθωμανών – Ακρόπολη, Πειραιάς, Κερατσίνι, Ταμπούρια, Νέο Φάληρο, Χαϊδάρι – και άφησε την τελευταία του πνοή, οφείλει τα μέγιστα στην αγωνιστική του δράση στα εδάφη της. Η παρουσία πολλών γλυπτών έργων με θέμα τη μορφή του σε δήμους της – Αθήνα, Πειραιάς, Παπάγου – Χολαργός, Χαϊδάρι, Άλιμος, Κερατσίνι, Σαλαμίνα (Χώρα) – αποτελεί έκφραση τιμής και ευγνωμοσύνης στο πρόσωπό του, ως ελάχιστη αντιπροσφορά στη δική του προσφορά αγώνα και αίματος.

Η πρώτη γλυπτή απεικόνιση του ήρωα στήνεται στον Πειραιά, προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ολόσωμο μαρμάρινο ανδριάντα, φιλοτεχνημένο από το Γεώργιο Φυτάλη (1838-1901), που τοποθετείται στο πλέον κεντρικό σημείο του τότε Πειραιά, στην πλατεία Απόλλωνος ή Τζελέπη, και αποκαλύπτεται  στις 7 Μαΐου 1895, εν μέσω μιας λαμπρής τελετής όπου παρευρέθηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ και η βασίλισσα Όλγα, ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, ο δήμαρχος του Πειραιά, Θεόδωρος Ρετσίνας, ο γιος του τιμώμενου ήρωα Σπύρος Καραϊσκάκης κ.ά. Με αφορμή το εν λόγω γεγονός, η πλατεία μετονομάζεται σε Πλατεία Καραϊσκάκη, ονομασία που διατηρείται έως σήμερα.

Το έργο παρουσιάζει  τον ήρωα σε νεαρή ηλικία, όρθιο, μετωπικό στην κύρια όψη του και σε στάση ήρεμης ανάπαυσης, με ελαφρά κάμψη του ισχίου, με προβολή του αριστερού ποδιού και ομόρρυθμη στροφή του κεφαλιού, σχήμα που αναπαράγει το γνωστό αρχαιοελληνικό τύπο της όρθιας ανδρικής μορφής των κλασικών χρόνων, τον οποίο η κλασικιστική μνημειακή γλυπτική επανέλαβε αργότερα, κυρίως το 18ο και το19ο αιώνα, για εξέχουσες προσωπικότητες, κυρίως της πολιτικής και του πνεύματος. Σύμφωνα με τις τότε εφημερίδες, η απεικόνιση του ήρωα – ενδυμασία, ατομικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά – δεν ανταποκρινόταν στη γνωστή του εικόνα, όπως την ξέρουμε από το σκίτσο του KarlKrazeisen (1794-1878) που χρονολογείται ήδη από το 1827-28αλλά και από μεταγενέστερους ζωγραφικούς πίνακες, κυρίως εκείνο του Διονυσίου Τσόκου (1814/20-1862)έργο του 1861, που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Αθήνα. Αυτό είχε ως απόρροια τις έντονες αντιδράσεις του κόσμου, και οι δικαιολογίες που δίνονταν ήταν ότι πρόκειται για τον  ήρωα σε νεαρή ηλικία, δηλαδή στα προεπαναστατικά χρόνια, κάτι που ωστόσο δεν βρίσκει ιστορικό έρεισμα γιατί ο Καραϊσκάκης, από έφηβο παιδί ακόμη, δραστηριοποιείται πολεμικά. Λίγες μέρες μετά τα αποκαλυπτήρια, με επιστολή του στις εφημερίδες, ο αδελφός του δημιουργού του έργου, Λάζαρος Φυτάλης (1831-1909), επίσης γλύπτης, γνωστοποίησε ότι ο ανδριάντας  του Καραϊσκάκη είχε φιλοτεχνηθεί το 1867 για να πάρει μέρος σε έκθεση στο Παρίσι, κάτι που τελικά δεν έγινε και το γλυπτό έμεινε στο εργαστήρι του στην Αθήνα. Το έργο θα έχει άδοξο τέλος όταν θα καταστραφεί, πολλά χρόνια αργότερα,  στη μεγάλη πυρκαγιά του Πειραιά, στις 4 Ιανουαρίου 1929. 

Ένα δεύτερο μνημείο προς τιμήν του στρατηγού απαντάται στη Χώρα της νήσου Σαλαμίνας και είναι φιλοτεχνημένο το 1921 σε λευκό πεντελικό μάρμαρο από το γλύπτη Ιωάννη Ιωάννου (1870-1942). Το εν λόγω μνημείο αποτελείται από ψηλή ορθογώνια στήλη,  μειούμενη ελαφρά προς τα πάνω, η οποία εδράζεται σε τρίβαθμο βάθρο και το ανώτερο σημείο της επιστέφεται από την προτομή του ήρωα. Εμπνευσμένο στο πλαίσιο των κλασικιστικών αντιλήψεων, το μνημείο καλλιεργεί τον τύπο της ψηλής στήλης με προτομή νεκρού στην κορυφή της, σαν ηρώο,μοτίβο που ευνοεί η ευρωπαϊκή μνημειακή γλυπτική, και το οποίο εισάγεται τον 19ο αιώνα και στη νεοελληνική. Η ψηλή στήλη και το βάθρο προσδίδουν μνημειακότητα στο σύνολο και αποσκοπούν στην εξύψωση και την ηρωοποίηση της τιμώμενης μορφής.

Στην πρόσοψη της στήλης υπάρχει ανάγλυφη σύνθεση συμβολικού χαρακτήρα, όπου αξιοποιούνται ιδεαλιστικά στοιχεία κλασικής προέλευσης. Εικονίζεται μια όρθια γυναικεία μορφή, αποδομένη σε προφίλ και ντυμένη με αρχαιοπρεπές ποδήρες ένδυμα, το οποίο διακρίνεται για τον πλούτο και τον όμορφοδιαχειρισμό των πτυχών του, οι οποίες, ανεμίζοντας, περιβάλλουν αρμονικά το σώμα της. Με το δεξιό της χέρι ανυψωμένο, η μορφή κρατά στεφάνι από φύλλα δάφνης, το οποίο τείνει προς τα πάνω, προς τον ήρωα. Το στεφάνι και η χειρονομία της μορφής έχουν αποθεωτικό, δοξαστικό σκοπό. Από τον 19ο αιώνα, η κλασικιστική αντίληψη επιδιώκει αρχαιοπρεπείς συσχετισμούς• σε αυτό το πνεύμα, τα κλαδιά και τα φύλλα της δάφνης, σύμβολο νίκης και τιμής στους ήρωες από την αρχαιότητα, παραπέμπουν στον ηρωισμό και τον ηρωικό θάνατο του τιμώμενου. 

Στην πρόσοψη του βάθρου είναι σημειωμένα το ονοματεπώνυμο και ο στρατιωτικός βαθμός του ήρωα καθώς και οι χορηγοί του εν λόγω μνημείου, 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΣΤΡΑΤΑΡΧΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΚΟΙΝΩ ΕΡΑΝΩ ΣΑΛΑΜΙΝΙΩΝ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

 

Στην αριστερή όψη του βάθρου αναγράφονται τα ονόματα του προέδρου και των μελών της επιτροπής που επωμίστηκε την ανέγερση του παρόντος μνημείου, εκείνο του προέδρου της Κοινότητας της Σαλαμίνας, εκείνο του δημιουργού του έργου καθώς και το έτος φιλοτέχνησής του.

Η προτομή του στρατηγού είναι συμβατών διαστάσεων, φέρει βραχίονες σε λοξή απότμηση ψηλά και καλύπτει αρκετό τμήμα του μπούστου, όσο χρειάζεται για να προβληθεί η παραδοσιακή ενδυμασία των οπλαρχηγών του 1821, που φέρει η μορφή, και που αποδίδεται με περίσσια επιμέλεια ως την τελευταία της λεπτομέρεια. Ο στρατηγός, ευθυτενής και επιβλητικός, έχοντας το κεφάλι αγέρωχο και σε στροφή προς τον αριστερό του ώμο, δίνει την εντύπωση ότι αγναντεύει και επιθεωρεί το πεδίο της μάχης, το στράτευμα το δικό του και του εχθρού, αποπνέοντας ταυτόχρονα υπεροχή, επιβλητικότητα και αρχοντιά. 

Αργότερα, στις αρχές της προπολεμικής δεκαετίας του 1930, φιλοτεχνείται μία ακόμη προτομή του στρατηγού από το γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ (1891-1945).  Ανήκει στην ομάδα των προτομών που κοσμούν τη Λεωφόρο των Ηρώων στο Πεδίο του Άρεως, στην Αθήνα. Ανάμεσα στα χρόνια 1932 και 1934, σχεδιάζεται ένας ειδικός χώρος στο Πεδίο του Άρεως, το Άλσος, το οποίο θα φιλοξενήσει αρχικά δεκαέξι μαρμάρινες προτομές ηρώων, στις οποίες, αργότερα, από το 1956 και μετά, θα προστεθούν ακόμη πέντε. Η πρωτοβουλία για την ανέγερσή τους ανήκει στην Ελληνική Κυβέρνηση και η παραγγελία ανατίθεται από τη Σχολή Καλών Τεχνών και τον τότε διευθυντή της Κώστα Δημητριάδη, απευθείας χωρίς διαγωνισμό,στους καλύτερους Έλληνες γλύπτες που τότε ήταν μέλη του Σωματείου Ελλήνων Γλυπτών. Τη δαπάνη ανέλαβε η Κυβέρνηση και ο Ελληνικός Λαός, με πανελλήνιο έρανο που διενεργήθηκε και είχε μεγάλη ανταπόκριση. Η τελετή των αποκαλυπτηρίων έλαβε χώρα την παραμονή της επετειακής ημερομηνίας της έναρξης του Αγώνα, στις 24 Μαρτίου 1937. 

 

Η προτομή του Γεώργιου Καραϊσκάκη, Πεδίο του Άρεως, Αθήνα

Η προτομή, εκτός από το κεφάλι, επεκτείνεται σε ικανό μέρος του μπούστου, έχοντας τους ώμους πλατείς και τους βραχίονες αποκομμένους μόλις πάνω από τον αγκώνα, μορφώνει ένα μονολιθικό, συμπαγές και στιβαρό σχήμα. Εδράζεται – όπως και οι υπόλοιπες – σε ορθογώνια, λιτή στήλη, επενδυμένη εξ ολοκλήρου με λευκό μάρμαρο, η οποία αγγίζει το ύψος των δύο μέτρων, πάνω σε χαμηλό και ίδιου σχεδόν πλάτους αναβαθμό. Στην πρόσοψή της, εγχάρακτες επιγραφές πληροφορούν σχετικά με τα στοιχεία της ταυτότητας του εικονιζομένου καθώς και τη χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του, 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782-1827 - στην αριστερή πλευρά του γλυπτού, διακρίνεται η υπογραφή του γλύπτη, ΦΩΚΙΩΝ ΡΩΚ.

Ο στρατηγός παρουσιάζεται σε ώριμη ηλικία, συμβατή με εκείνη που είχε στα χρόνια του Αγώνα και ντυμένος με τη λιτή παραδοσιακή ενδυμασία των οπλαρχηγών της εποχής. Αποδίδεται σε στάση ευθυτενή και επιβλητική, με τον κορμό μετωπικό και το κεφάλι σε στροφή προς τον αριστερό του ώμο. Σε μορφοπλαστικό επίπεδο, ο δημιουργός ακολουθεί ένα ''κλασικό'' ρεαλιστικό ύφος, που συνηθίζεται σε έργα που προορίζονται για δημόσιους χώρους, χωρίς ωστόσο να αρνείται την έκφραση. Έτσι, η έμφαση δίνεται στα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του ήρωα, κυρίως στις έντονες χαράξεις στο μέτωπο, κάτω από τα μάτια και τις παρειές, στοιχεία που παραπέμπουν όχι μόνο στην ηλικία του αλλά και  τη σκληρή φύση της αγωνιστικής του καθημερινότητας. Επιπλέον, προδίδουν τη στενή σχέση του δημιουργού με τη ξυλογλυπτική.

 

 

Ακολουθεί, τα μεταπολεμικά χρόνια, η δημιουργία ενός έφιππου ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος βρίσκεται στην ευρεία περιοχή του Ζαππείου, στην Αθήνα, συγκεκριμένα στη συμβολή της οδού Ηρώδου Αττικού με την Λεωφόρο  Βασιλέως Κωνσταντίνου, τοποθετημένος στο κέντρο ενός μικρού ελεύθερου χώρου απέναντι ακριβώς από το Καλλιμάρμαρο Στάδιο.

Οι συζητήσεις για την ανέγερση έφιππου ανδριάντα στην Αθήνα προς τιμή του εν λόγω ήρωα, ξεκινούν το 1929, δηλαδή αμέσως μετά την καταστροφή από την πυρκαγιά του προγενέστερου ανδριάντα του, που υπήρχε στην Πλατεία Καραϊσκάκη, στον Πειραιά. Οι πολλές διαφωνίες που προκύπτουν σχετικά με το σημείο της τοποθέτησης του έργου και η λίγο μετέπειτα κήρυξη του Πολέμου “παγώνει” τις εν λόγω προσπάθειες. Το ζήτημα επανέρχεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε διενεργείται πανελλήνιος έρανος από την “Επιτροπή Διενεργείας Πανελληνίου Εράνου Ανδριάντος Ήρωος Γεωργίου Καραϊσκάκη” με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ακολουθεί το καλοκαίρι του 1963 καλλιτεχνικός διαγωνισμός, όπου λαμβάνουν μέρος γνωστοί γλύπτες, όπως ο Μιχάλης Τόμπρος (1889-1974), Γιάννης Παππάς (1913-2005), ο Γεώργιος Ζογγολόπουλος (1903-2004), ο Κωνσταντίνος Γεωργακάς (1904-1991), ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1910-1993) και ο Αθανάσιος Λημναίος (1908-1977). Το πρώτο βραβείο αποσπά ο Τόμπρος και η παραγγελία για τη δημιουργία του έργου κατοχυρώνεται υπέρ του. Ο ανδριάντας στήνεται, το 1967, 140 χρόνια ακριβώς από το θάνατο του στρατηγού και αποκαλύπτεται ένα χρόνο αργότερα, το 1968. 

Φιλοτεχνημένο σε χαλκό και με υπερβάλλον ύψος, που αγγίζει τα 4,40 μέτρα, το γλυπτό εδράζεται σε ψηλό βάθρο κυλινδροειδούς σχήματος, στην πρόσοψη του οποίου – που βλέπει προς το Καλλιμάρμαρο – σημειώνονται στοιχεία της ταυτότητας του τιμώμενου καθώς και η χρονιά του θανάτου του, 

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1827

Ακριβώς από κάτω, σημειώνονται με εγχάρακτο τρόπο και με κεφαλαία γράμματα τα τελευταία του λόγια, όπως τα μεταφέρει ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης: 

«ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΩ, ΟΜΩΣ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣθΕ ΜΟΝΙΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΑΣΤΗΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ».

 Στην οπίσθια όψη του βάθρου επίσης εγχάρακτη επιγραφή πληροφορεί για τους χορηγούς του έργου και το δημιουργό του, 

“ΜΕ ΤΟΝ ΟΒΟΛΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΘΗΚΕ ΤΟ 1966 ΤΟ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ - ΓΛΥΠΤΗΣ Ο ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΜΠΡΟΣ”

Αναβάτης και άλογο εικονίζονται σε έντονη, ορμητική κίνηση. Ο στρατηγός,στητός πάνω στο άλογό του και με τον κορμό ελαφρά ανασηκωμένο από τη σέλα, σφίγγει δυναμικά με το αριστερό χέρι τα ηνία, ενώ με το δεξιό, που κρατά το καμτσίκι, προβαίνει σε επιτακτική, αποφασιστική χειρονομία. Είναι ντυμένος με την παραδοσιακή ενδυμασίατης εποχής, η οποία διακρίνεται για τον πλούτο των διακοσμητικών και παραπληρωματικών στοιχείων, επιλογή που έχει χωρίς αμφιβολία εξυψωτικό και δοξαστικό σκοπό. Για την εξασφάλιση της απόλυτης ευστάθειας του γλυπτού, επειδή το τελευταίο στηρίζεται μόνο στα δύο πόδια του αλόγου, ο δημιουργός προσθέτει ως ένα τρίτο στήριγμα την ουρά του αλόγου, η οποία, διαγράφοντας μια κυρτή προς τα έξω – τοξοειδή – τροχιά, αγγίζει τη βάση του γλυπτού.  

 

 

 

 

 

 

 

Σύγχρονος με τον προηγούμενο είναι ένας επίσης μεγαλόσχημος έφιππος ανδριάντας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος δεσπόζει στο μέσον της  φερώνυμης πλατείας, που βρίσκεται πολύ κοντά στο λιμένα του Πειραιά, απέναντι από την Ακτή Τζελέπη. Πρόκειται για φιλοτέχνημα  σε χαλκό της γλύπτριας Λουκίας  Γεωργαντή-Οικονομοπούλου (1919-2001). Η πρωτοβουλία και η χορηγία της δημιουργίας του ανήκουν στο Σωματείο “Γεώργιος Καραϊσκάκης”, που δίνει την παραγγελία στη γλύπτρια το 1963. Το γλυπτό τοποθετείται στο εν λόγω σημείο δύο χρόνια μετά, το 1965, και τα αποκαλυπτήρια γίνονται στις 27 Μαρτίου 1966, 138 χρόνια μετά το θάνατο του κατ’ εξοχήν προμάχου της πειραϊκής γης, επί δημαρχίας Γεωργίου Κυριακάκου. Η ανέγερση του εν λόγω μνημείου εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον εορτασμό της επικείμενης επετειακής χρονιάς του θανάτου του. 

“Ο ανδριάς μου”, όπως συνήθιζε να αποκαλεί το έργο η ίδια η δημιουργός, με διαστάσεις υπερβάλλουσες του συμβατού, που αγγίζουν το ύψος των τριών μέτρων, εδράζεται πάνω σε επίσης πανύψηλο βάθρο, που φέρει επένδυση απόπλάκες πολύ ανοικτού μπεζ χρώματος και έχει τραπεζοειδές σχήμα. Στην πρόσοψη του βάθρου, υπάρχει ένθετη λευκή μαρμάρινη πλακέτα όπου αναγράφονται το ονοματεπώνυμο του τιμώμενου ήρωα καθώς και η χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του,

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782-1827

Ακριβώς από κάτω είναι σημειωμένοι οι στίχοι από το ποίημα του Κωστή Παλαμά, που εκθειάζουν την προσωπικότητα και τη δράση του, 

“… το βουνό χρυσή σκάλα κλέφτες και κουρσάροι. 

την κατεβαίνανε, και σ’ όλους μέσα ποιος; 

Ένας ξεχώριζε, του γένους το καμάρι, 

Της Καλογριάς ο Γιος!...”

                       ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Στη δεξιά όψη, υπάρχει η υπογραφή της γλύπτριας και σε κατώτερο επίπεδο, είναι χαραγμένα διάσπαρτα τα ονόματα των τοποθεσιών που πολέμησε και δοξάστηκε ο εν λόγω ήρωας, από το 1821 έως το 1827: ΔΙΣΤΟΜΟ, ΑΓΡΑΦΑ, ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ, ΜΟΝΗ ΑΓ. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, ΝΕΟΝ ΦΑΛΗΡΟΝ, ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ.

Η σύνθεση, μοναδικό δείγμα της ζωοπλαστικής τέχνης της γλύπτριας, αναπαριστά τον ήρωα πάνωστο άλογό του, σε πολεμική εγρήγορση, τη στιγμή που εφορμά στο πεδίο της μάχης.  Ο στρατηγός παρουσιάζεται σε όλο το ηγετικό του μεγαλείο, ευθυτενής, επιβλητικός και απτόητος, με το κεφάλι αγέρωχο και σε ελαφρά στροφή προς το δεξιό του ώμο.Τα πόδια του πιέζουν τα πλευρά του αλόγου ενώ στα χέρια σφίγγει δυναμικά τα ηνία του. Η γνωστή χαρακτηριστική ενδυμασίατων οπλαρχηγών του 1821που φέρει,  με έμφαση στην πλούσια πτυχολογίατης φουστανέλας και στα πολλαπλά διακοσμητικά στοιχεία, αποδίδεται με περίσσια επιμέλεια και απόλυτα  ρεαλιστική διάθεση, όπως  και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου, που αποτελούν συνεπές πορτραίτο του.

Το άλογο, με τη σειρά του, που με το μεγάλο του όγκο διεκδικεί το μείζον μέρος της σύνθεσης, εικονίζεται σε ανήσυχη κινητική πόζα, με τα πίσω πόδια έντονα λυγισμένα, τόσο που δίνουν την εντύπωση ότι σχεδόν κάθονται πάνω στους μικρούς βράχους που υπάρχουν χαμηλά στη σύνθεση, με τον κορμόανυψωμένο να διαγράφει ένα διαγώνιο άξονα, με τα μπροστινά πόδια να προβάλλουν, επίσης κεκαμμένασε όλες τις αρθρώσεις, και να στέκουν στον αέρα. Η δημιουργός, σε μια θέληση να αφήσει σε απρόσκοπτη θέα τον αναβάτη, παρεμβαίνει δυναμικά στην πόζα του κεφαλιού του αλόγου, το οποίο  αποδίδεται  ελαφρά χαμηλωμένο και έντονα γερμένο προς το αριστερό του πλάι. 

Η πολύ έντονη κάμψη των πίσω ποδιών του αλόγου ερμηνεύει την προσπάθειά του να αποκτήσει την απαιτούμενη ώθηση ώστε να εφορμήσει εμπρός και το λοξό σχήμα, που διαγράφεται από τον ανυψωμένο κορμό και τα μετέωρα μπροστινά πόδια, καταδεικνύει την ασυγκράτητη ορμητική διάθεση και την ανυπομονησία του για καλπασμό, ενώ το γέρσιμο του κεφαλιού στο πλάι, μαρτυρεί την απροθυμία του να υπακούσει στον αναβάτη. Επιπλέον, η αντίρρυθμη στάση του κεφαλιού της μορφής έναντι εκείνης του αλόγου προσδίδει περαιτέρω έκφραση και κίνηση στο έργο. Το φαινομενικά, εξάλλου, καθιστό κάτω μέρος του σώματος του αλόγου μαζί με τα βραχάκια στη βάση της σύνθεσης συνιστούν ένα στιβαρό σύμπλεγμα  που ασφαλίζει απόλυτα την ευστάθεια  του συνόλου.  

Τα ανατομικά χαρακτηριστικά του αλόγου έχουν αποδοθεί με εξίσου ρεαλιστική πιστότητα, εν τούτοις όχι με ιδιαίτερη έξαρση και χωρίς επιμονή στις λεπτομέρειες. Ότι ενδιαφέρει τη δημιουργό, εδώ, δεν είναι τόσο  η δομή και η σωματική του ρώμη, όσο η ανάδειξη της δύναμης που υποφώσκει στο σφιχτό και ταυτόχρονα ελαστικό σώμα του, τη στιγμή ακριβώς της έναρξης της δράσης του, και η οποία βρίσκεται σε τέλειο συντονισμό με τη δεσπόζουσα μορφή του ιππέα. 

Πρόκειται για έργο μνημειακού χαρακτήρα, με δυναμικό ρεαλιστικό ύφος και εμφανείς εκφραστικές διαθέσεις, ρομαντικής υφής, όπου προβάλλεται η αρμονική συμπόρευση ανάμεσα σε αναβάτη και άλογο, και ταυτόχρονα ερμηνεύεται επιτυχώς η αλήθεια της στιγμής, που  είναι και ιστορική αλήθεια.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στη μείζονα περιοχή του Πειραιά, συγκεκριμένα σε μία από τις τρεις κεντρικές και γειτνιάζουσες πλατείες, που βρίσκονται στην περιοχή Ταμπούρια Κερατσινίου, γνωστή με το όνομα Πλατεία Καραϊσκάκη, υπάρχει ακόμη μία προτομή με θέμα τη μορφή του ήρωα. Με τον τρόπο αυτό, οι τοπικές αρχές και οι δημότες του Κερατσινίου επέλεξαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους σε εκείνον που έστησε τα ταμπούρια του και έδωσε νικηφόρες μάχες εναντίον των Οθωμανών σε αυτό ακριβώς το σημείο.

Φιλοτεχνημένη σε χαλκό από το γλύπτη Γεώργιο Ζογγολόπουλο (1903-2004), η προτομή έχει διαστάσεις που δεν υπερβαίνουν τις συμβατές. Καλύπτει πολύ μικρό μέρος του μπούστου και φέρει βραχίονες, πουαποτέμνονται ψηλά, μόλις κάτω από τον ώμο. Εδράζεται σε αρκετά ψηλή, τετράπλευρηστήλη, πάνω σε χαμηλό πλην πολύ πλατύ βάθρο, και τα δύο από λευκό μάρμαρο,απόλυτα λιτής όψης και πενιχρού εγχάρακτου διακόσμου. Ο τελευταίος περιορίζεται σε  μια λακωνική επιγραφή, στην πρόσοψη της στήλης, η οποία πληροφορεί σχετικά με το στρατιωτικό βαθμό και την ταυτότητα του τιμώμενου,

ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ Γ.ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ενώ στη δεξιά της όψη – όπως βλέπει ο θεατής το έργο – είναι σημειωμένο με επίσης κεφαλαία γράμματα το επώνυμο του γλύπτη, ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ύπαρξη της παρούσας προτομής στο Κερατσίνι δεν ήταν ευρέως γνωστή και ο εντοπισμός της έγινε κατόπιν υποδείξεως σε μένα από την κ. Αφροδίτη Ανούστη, υπεύθυνη σε θέματα Παιδείας και Πολιτισμού στο γραφείο Δημάρχου του Δήμου Σαλαμίνας, και από τον κ. Αχιλλέα Μπιθιζή, ερευνητή ιστορικό και συγγραφέα. Μία ακόμη έκπληξη με περίμενε όταν έφθασα στο σημείο που βρισκόταν η προτομή και είδα σημειωμένο στη δεξιά όψη της στήλης του γλυπτού το επώνυμο του γλύπτη. Η χαρά μου για την ανακάλυψη ήταν διπλή• αφενός, προστέθηκε ακόμη ένα γλυπτό στη σχετική μου μελέτη, αφετέρου εντοπίστηκε ένα έργο του Ζογγολόπουλου, που ήταν άγνωστο έως τώρα όχι μόνο σε μένα αλλά και σε άλλους ιστορικούς της τέχνης, καθώς και στο Ίδρυμα – Μουσείο Γεωργίου Ζογγολόπουλου. Πληροφόρησα σχετικά τη διευθύντρια του εν λόγω μουσείου, κ. Υβόννη Θεοδωρίδου, η οποία με ευχαρίστησε. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το παρόν πρέπει να αποτελεί τμήμα – την κεφαλή – του έφιππου έργου με θέμα τον στρατηγό, με το οποίο ο Ζογγολόπουλος συμμετείχε στο διαγωνισμό του 1963 για τον ανδριάντα του Ζαππείου. Μάλλον αργότερα, βρέθηκε κάποιος χορηγός και έτσι η κεφαλή μεταφέρθηκε σε χαλκό και τοποθετήθηκε στο παρόν σημείο. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η παρούσα προτομή πρέπει να δημιουργήθηκε το 1963. 

Ο στρατηγός εικονίζεται σε ώριμη ηλικία, συμβατή με  εκείνη που είχε  τα χρόνια του Αγώνα και σε στάση ευθυτενή και αυστηρά μετωπική.

Το παραδοσιακό ένδυμα που φέρει η μορφή αποδίδεται λιτό, απλοποιημένο, με λεπτού βάθους εγχάρακτο διάκοσμο και με δύο-τρεις μόνο χαράξεις που δηλώνουν το πουκάμισο και το γιλέκο του. Η εξπρεσιονιστική προδιάθεση του γλύπτη εστιάζει στην αδρή, τραχιά, ακατέργαστης φύσης επεξεργασία της επιφάνειας του υλικού του έργου και στο πρόσωπο της μορφής, όπου τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ήρωα αποδίδονται χωρίς καμία εξωραϊστική πρόθεση. Ο ρεαλισμός του Ζογγολόπουλου γίνεται τραχύς και σκληρός, χωρίς να χαρίζεται καθόλου στην εξιδανίκευση και την ωραιοποίηση, σε μια θέληση να αποδώσει όσο πιο πειστικά γίνεται τον αγωνιστή, τον αρματολό, που μάχεται σε αντίξοες συνθήκες. 

Ο Καραϊσκάκης του Ζογγολόπουλου, με τα έντονα και αυστηρά χαρακτηριστικά και με τη λίγο αγριωπή όψη, συνιστά μια γνήσια αγωνιστική – πολεμική μορφή του 1821 και ταυτόχρονα ενσάρκωση της άγριας και σκληρής φύσης του πολέμου. Το αγέρωχο, τέλος, κεφάλι, το έντονο αετίσιο βλέμμα και το σοβαρό ύφος μαρτυρούν την έγνοια  και την αφοσίωσή του στον Αγώνα, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα την αυτοπεποίθηση του αρχηγού και του νικητή.

Ακολουθεί μία μεταγενέστερη προτομή, που τοποθετείται χρονολογικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970.Βρίσκεται στη νότια πλευρά της Αττικής, στο Δήμο Αλίμου, και κοσμεί τη φερώνυμη πλατεία – Πλατεία Καραϊσκάκη –  που είναι από τις κεντρικότερες του εν λόγω δήμου. Φιλοτεχνείται σε χαλκό από τη γλύπτρια Δήμητρα Τσερκέζου (1920-2007 ), το 1978, και αποκαλύπτεται την ίδια χρονιά επί δημαρχίας Παύλου Τζιβανίδη.Το γλυπτό ακουμπά σε δίβαθμο βάθρο ορθογώνιου σχήματος και απόλυτα λιτής όψης, που φέρει επένδυση λευκού μαρμάρου. Στην εμπρόσθια όψη του, αναγράφονται το ονοματεπώνυμο του τιμώμενου και η χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του, 

ΓΕΩΡ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782-1827.

Στο έδαφος, δίπλα ακριβώς στο έργο, είναι τοποθετημένη μικρή μαρμάρινη πλάκα, στην επιφάνεια της οποίας είναι χαραγμένα με κεφαλαία γράμματα τα τελευταία λόγια του ήρωα, 

ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΩ ΟΜΩΣ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΘΕ

ΜΟΝΟΙΑΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΒΑΣΤΗΞΕΤΕ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.  

Η προτομή καλύπτει μεγάλο μέρος του μπούστου, επιτρέποντας έτσι την ανάδειξη της γνωστής παραδοσιακής ενδυμασίας του στρατηγού, πλούσια σε ενδυματολογικά και παραπληρωματικά πολεμικά θέματα, με έμφαση στα δύο κουμπούρια του, τα οποία, τοποθετημένα σε πρώτο πλάνο, διατρέχουν διαγώνια το κάτω μέρος του στέρνου. Τονίζονται επιπλέον το ευρύ στέρνο, που προϊδεάζει για ένα ρωμαλέο σωματότυπο, ο ψηλός λαιμός, η μακριά κόμη, που πλαισιώνει ομοιόμορφα εκατέρωθεν τους ώμους. Με τη σειρά τους, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, αποτυπωμένα επίσης με συνεπή ρεαλιστική διάθεση, πρωτοστατούντος του μουστακιού, φαίνεται να είναι εμπνευσμένα από το γνωστό ζωγραφικό πορτρέτο του ήρωα – προαναφέρθηκε –έργο του Διονυσίου Τσόκου. Ο στρατηγός στέκει ευθυτενής και επιβλητικός, αποπνέοντας συγχρόνως την αποφασιστικότητα, τη σοβαρότητα και την παλληκαριά που τον διέκριναν. 

 

 

 

 

 

Ένα ακόμη γλυπτό προς τιμήν του ήρωα, επίσης προτομή, απαντάται στο Δήμο Παπάγου – Χολαργού και είναι τοποθετημένο στο Άλσος Ρούμελης, απέναντι από τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου, επί της οδού Καρναβία. Η πρωτοβουλία και η χορηγία της ανέγερσής του ανήκει στο Σύνδεσμο Ρουμελιωτών Παπάγου “Γεώργιος Καραϊσκάκης” επί προεδρίας Ηλία Αποστόλου. Το έργο δημιουργείται από το γλύπτη Πέτρο Μωραΐτη, το 1882, αρχικά σε γύψινο πρόπλασμα, για να μεταφερθεί κατόπιν σε χαλκό, στο χυτευτήριο Πολυκαλά στην Πεντέλη και να στηθεί στο προαναφερθέν σημείο, όπου αποκαλύπτεται από τον πρόεδρο της τότε Κοινότητας Παπάγου, υποστράτηγο Βασίλειο Μπλαδένη.

Με διαστάσεις που υπερβαίνουν ελαφρά το συμβατό, η προτομή, εκτός από το κεφάλι, επεκτείνεται στο μπούστο, καλύπτοντας όλο το στέρνο και δεν φέρει βραχίονες. Εδράζεται απευθείας σε τετράπλευρη στήλη, πάνω σε δύο πολύ χαμηλούς και πλατύτερους από εκείνη ανα βαθμούς - όλα φέρουν εξ ολοκλήρου επένδυση από μικρές ορθογώνιες πλάκες γκρι και καφέ χρώματος.  

Στην πρόσοψη της στήλης, υπάρχει ένθετη μαρμάρινη πλακέτα  λευκού χρώματος, όπου σημειώνονται με εγχάρακτο τρόπο ο στρατιωτικός βαθμός, το ονοματεπώνυμο και η χρονολογία της γέννησης και του θανάτου της τιμώμενης προσωπικότητας, καθώς και οι χορηγοί και το έτος φιλοτέχνησης του έργου,

ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

1782-1827

ΕΣΤΗΣΕΝ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΩΝ ΠΑΠΑΓΟΥ

1982

Ο ήρωας στέκει ευθυτενής, με τον κορμό κατά μέτωπο, το κεφάλι αγέρωχο και σε απαλή στροφή στα αριστερά του. Είναι ντυμένος με την παραδοσιακή στολή των οπλαρχηγών του 1821, στις λιτές επιφάνειες της οποίας διακρίνονται επιμελώς αποδομένος ορισμένες ενδυματολογικές λεπτομέρειες, καθώς και τα κουμπούρια του, που – όπως και στο προηγούμενο γλυπτό – είναι τοποθετημένα σε παραλληλότητα και σε λοξή διάταξη στο κατώτερο μέρος του στέρνου, αξιοποιώνταςτην αισθητική του χιασμού στο έργο. Το διακριτικό χαμόγελο, που διαγράφεται στα κλειστά του χείλη ωραιοποιεί το πρόσωπό του και χαρίζει στην όψη του μια σχετική γλυκύτητα καθώς και μια αίσθηση περηφάνιας και ευχαρίστησης, ενώ το βλέμμα του, έντονο και συνάμα ονειροπόλο, μοιάζει να αγναντεύει σε μακρινά πεδία οραματισμών.

 

Πολλά χρόνια αργότερα,το 1996, δημιουργείται σε λευκό πεντελικό μάρμαρο από το γλύπτη Γεώργιο Μέγκουλα μια ακόμη προτομή του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η οποία είναι επίσης τοποθετημένη στο νησί της Σαλαμίνας. Τη συναντούμε στη Χώρα, στον μπροστινό αύλειο χώρο του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου, μέσα στον οποίο βρίσκεται και ο τάφος του ήρωα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κενοτάφιο, γιατί τα οστά του μεταφέρθηκαν επί βασιλείας Όθωνα, το 1835, στο Νέο Φάληρο. 

Η προτομή, εκτός από το κεφάλι, περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του μπούστου, το οποίο τέμνεται οριζόντια σε χαμηλό σημείο κάτω από το στέρνο, ενώ η απότμηση των βραχιόνων στην αρχή τους, αφήνει τη μορφή χωρίς το συγκεκριμένο ανατομικό στοιχείο. Εδράζεται σε δίβαθμο μαρμάρινο βάθρο, όχι ιδιαίτερο ψηλό και απόλυτα λιτό στην όψη. Στην πρόσοψή του, είναι σημειωμένα το ονοματεπώνυμο του ήρωα και το έτος της γέννησης και του θανάτου του. Ο στρατηγός εικονίζεται ευθυτενής, μετωπικός και ντυμένος με το γνωστό παραδοσιακό ένδυμα των οπλαρχηγών της εποχής. 

Ο δημιουργός κινείται σύμφωνα με ένα κλασικό ρεαλιστικό ύφος ιδεαλιστικής υφής, που τείνει στην εξιδανίκευση και την ωραιοποίηση. Η έμφαση δίνεται στη λεπτομερή και επιμελή απόδοση του ενδύματος της μορφής καθώς και στη λεπτή, εξευγενιστικής φύσης, απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του προσώπου της. Η όψη της μορφής αποπνέει ηρεμία και ηπιότητα, στοιχεία που τη φέρνουν αφενός, αρκετά κοντά στις μορφές των νεκρών που βλέπουμε στις αρχαιοελληνικές επιτύμβιες γλυπτές στήλες των κλασικών χρόνων, αφετέρου, στο πρόσωπο του Καραϊσκάκη, όπως εκείνο παρουσιάζεται στο ολόσωμο πορτρέτο-αγιογραφία του ήρωα, που υπάρχει μέσα στο ναό. Η προδιάθεση εξάλλου για τάξη και συμμετρία είναι επίσης έντονα φανερή στο έργο και τηρείται με τρόπο αξιοθαύμαστο. Το βλέμμα ωστόσο του θεατή προσελκύει κυρίως η μακριά κόμη του ήρωα με τους πλούσιους και κυματοειδούς βοστρύχους καθώς και το γνωστό χαρακτηριστικό του μουστάκι. 

 

 

 

Δύο χρόνια μετά, το 1998, φιλοτεχνείται μία ακόμη προτομή με θέμα τον Καραϊσκάκη από το γλύπτη Χάρη Λαλέ. Βρίσκεται στο Δήμο Χαϊδαρίου και κοσμεί την Πλατεία Δημαρχείου. Αρχικά, το έργο τοποθετείται  στον περιβάλλοντα χώρο του Πύργου Χαϊδαρίου, γνωστού και ως Παλατάκι, απ’ όπου  μεταφέρεται το 2010 στη σημερινή του θέση. 

Η προτομή είναι από χαλκό, συμβατών διαστάσεων και καλύπτει μικρό μέρος του μπούστου που δεν φέρει βραχίονες.Εδράζεται σε ορθογώνια στήλη,από λευκό μάρμαρο, στην πρόσοψη της οποίας υπάρχει ένθετη  χάλκινη πλακέτα με ανάγλυφη επιγραφή, η οποία πληροφορεί σχετικά με την ταυτότητα της τιμώμενης μορφής, το έτος της γέννησης και του θανάτου του. 

Ακριβώς από κάτω αναγράφεται η  ιστορική φράση που ξεστόμισε ο ήρωας λίγο πριν τη μάχη του Χαϊδαρίου, το 1826, πλαισιωμένη από κάτω με δύο κλαδιά ελιάς, σε χιαστί απόδοση, που έχουν δοξαστικό χαρακτήρα.

Ο ήρωας παρουσιάζεται μετωπικός, ευθυτενής και με κυρίαρχα ατομικά χαρακτηριστικά, όπως το παχύ μουστάκι, η μακριά και πλούσια κόμη και ο καλογηρόσκουφος που έφερε κατά κανόνα. Το ενδιαφέρον του θεατή προσελκύει επιπλέον ο περίτεχνος ενδυματολογικός διάκοσμος. Ιδιαίτερα, οι ελαφρά στραμμένες προς τα πάνω κόρες των ματιών της προσδίδουν στη μορφή ένα βλέμμα στοχαστικό, εκστατικό και απόμακρο, γεμάτο οραματισμό, εσωτερικότητα και πνευματικότητα. Ίσως, ο δημιουργός επέλεξε να συνδέσει εικονιζόμενη μορφή με χώρο και ιστορική πραγματικότητα. Το έργο μεταγράφει μάλλον μια στιγμή προσευχής όπου ο Καραϊσκάκης πριν τη μάχη του Χαϊδαρίου, απευθύνεται στο Θεό για να τον παρακαλέσει για τη βοήθειά του.

Σύμφωνα με πληροφορίες από το τμήμα Πολιτισμού του Δήμου Περάματος, είχε στηθεί την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα μια προτομή του στρατάρχη σε κεντρική πλατεία της περιοχής, η οποία εν τω μεταξύ εκλάπη και το έργο δεν σώζεται πλέον ούτε σε φωτογραφία, ούτε κάποιος από το δήμο γνωρίζει το δημιουργό του ή άλλα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητά του.

Οι ευχαριστίες μου, θερμές και ειλικρινείς, πηγαίνουν στις κυρίες και τους κυρίους των προαναφερθέντων δήμων, που με την πολύτιμη βοήθειά τους διευκόλυναν το έργο μου, ιδιαίτερα την κ. Αφροδίτη Ανούστη και τον κ. Κώστα Σεβαστιάδη του Δήμου Σαλαμίνας, καθώς και τις κυρίες Αγγελική Διαμαντή και Αθηνά Χρυσικοπούλου του Δήμου Χαϊδαρίου. Ευχαριστώ εξίσου τον κ. Αχιλλέα Μπιθιζή και τον κ. Λεωνίδα Κοπελιά, τέως πρόεδρο του Σωματείου Ρουμελιωτών Παπάγου “Γεώργιος Καραϊσκάκης”.

 

 

Αντουανέττα Λογίου-Μπουρή

Φιλόλογος – Ιστορικός της Τέχνης

MALettres, MAHA, PhD.