Η αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας ή θα ξεκινήσει από έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό της εθνικής ερευνητικής πολιτικής ή είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ο εγκλωβισμός της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής στη μέγγενη της Έξυπνης Εξειδίκευσης που προωθεί η ΕΕ και αποδέχεται άκριτα η Κυβέρνηση θα υποθηκεύσει το παραγωγικό μέλλον της χώρας.
Ακόμα όμως και αυτή η πολιτική εφαρμόζεται τόσο στρεβλά και παραμορφωμένη, μέσω του νέου ΕΣΠΑ, όπως θα αποδειχθεί στο τρίτο μέρος της ανάλυσης, που αναιρεί και τις τελευταίες ελπίδες αναστροφής της αντιαναπτυξιακής πορείας που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Η έρευνα στη χώρα μας, ως εργαλείο για την ανάπτυξη, αποδομείται ταχύτατα ως συνέπεια τόσο της πολιτικής της ΕΕ αλλά κυρίως λόγω ανυπαρξίας εθνικής πολιτικής. Η πρόσβαση σε ερευνητικά κονδύλια της ΕΕ γίνεται πλέον άπιαστο όνειρο ακόμα και των «άριστων», σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ερευνητών και ερευνητικών μονάδων γιατί απλά δεν αρκεί να έχεις την καλλίτερη ιδέα ή το καλλίτερο βιογραφικό αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεις και με τι εργαλεία και υποδομές θα την υλοποιήσεις. Το τελευταίο καθίσταται δυστυχώς μέρα με τη μέρα όλο και πιο απόμακρο.
Με τα δεδομένα αυτά απαιτείται άμεσα μια δραστική παρέμβαση και δρομολόγηση μιας εθνικής πολιτικής για την έρευνα.
Βασικοί άξονες και αρχές που πρέπει να διέπουν το σχεδιασμό της ερευνητικής προσπάθειας είναι κατά τη γνώμη μου οι παρακάτω:
• Αξιοποίηση του επιστημονικού προσωπικού στο μέγιστο εφικτό βαθμό.
Η ύπαρξη πολυάριθμου και υψηλού επιπέδου ερευνητικού προσωπικού αποτελεί και το ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας. Απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της Αριστείας όπως αυτή νοείται και εφαρμόζεται σήμερα. Κατά την άποψή μου, Αριστεία σημαίνει εφαρμόζω μια πολιτική που κινητοποιεί όλες τις δυνάμεις και προσλαμβάνω ως κοινωνία το μέγιστο που μπορεί να προσφέρει ο καθένας.
Η αξιοποίηση του συνόλου του ερευνητικού-επιστημονικού προσωπικού απαιτεί:
α) ολοκληρωμένη καταγραφή του και
β) αναδιάταξη του, όχι κατ΄ ανάγκη μετακίνησή του, αλλά τουλάχιστον οργανωτική. Η μορφή της οργάνωσης απαιτεί περαιτέρω εμβάθυνση. Θα πρέπει να υπηρετεί ισότιμα τόσο την αναγκαιότητα για συγκέντρωση κρίσιμων ερευνητικών μαζών όσο και για ποιοτική εκπαίδευση. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αυτό μπορεί να υλοποιηθεί με εργαλείο τη χρηματοδοτική πολιτική, η οποία θα πρέπει να επιδιώκει την συνεργατική ερευνητική προσπάθεια και όχι την επιδίωξη αυτοδυναμίας-αυτονομίας.
Στο ίδιο πλαίσιο και σε πρώτο επίπεδο απαιτείται και η ανάλογη οργάνωση των διαθέσιμων ερευνητικών υποδομών της χώρας, η καταγραφή των δυνατοτήτων συμβολής του στην εκτέλεση βασικής έρευνας και σε ποιους τομείς.
• Άμεσες χρηματοδοτικές πρωτοβουλίες για τον εκσυγχρονισμό και τη σταδιακή αναβάθμιση του με συγκεκριμένους ποιοτικούς στόχους.
• Απεγκλωβισμός της εθνικής ερευνητικής προσπάθειας στο μέγιστο εφικτό βαθμό, χωρίς αυτό να οδηγεί στον απομονωτισμό ή στην απεμπόληση των προσπαθειών αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, από την τυφλή και αποκλειστική υποταγή στην πολιτική του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών σε μια προσπάθεια οικοδόμησης σύγχρονων εθνικών ερευνητικών υποδομών.
• Οργάνωση των ερευνητικών μονάδων υποδομής σε δημοκρατική βάση.
• Διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης όλων των ερευνητών.
• Στελέχωσή τους με μόνιμο Τεχνικό προσωπικό υψηλού επιστημονικού επιπέδου.
• Συγκέντρωση και χωρικά των κατακερματισμένων ερευνητικών υποδομών με βασικά κριτήρια την αποτελεσματική λειτουργία τους και την μεγίστη ευκολία προσβασιμότητας.
• Αξιοποίηση των κτιριακών εγκαταστάσεων των Τεχνολογικών Πάρκων για χωρική συγκέντρωση ερευνητικών υποδομών (βλέπε επίσης ενότητα Μηχανισμοί διασύνδεσης ερευνητικών μονάδων-βιομηχανίας).
• Ενιαίο Αυτόνομο (από υπουργεία) Εθνικό Κέντρο Χάραξης και Χρηματοδότησης της Ερευνητικής Πολιτικής.
Η ΓΓΕΤ ή όπως μετεξελιχθεί, πρέπει να αποτελεί εντελώς αυτόνομο οργανισμό, κατά την άποψή μου ξεχωριστό Υπουργείο με δικό του προϋπολογισμό. Κατάργηση των επιμέρους χρηματοδοτήσεων διαφόρων υπουργείων μικρό-ερευνητικών προγραμμάτων τα οποία οδηγούν σε κατασπατάληση πόρων και την ανάπτυξη ρουσφετολογικής αναποτελεσματικής ερευνητικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα το Υπουργείο Υγείας χρηματοδοτεί προγράμματα στον τομέα της υγείας, αντίστοιχα το υπουργείο γεωργικής ανάπτυξης κλπ. Συγκέντρωση όλων αυτών των πόρων στο Υπουργείο Έρευνας. Οι χρηματοδοτικές προτεραιότητες καθορίζονται ύστερα από δημόσιο διάλογο με όλους τους φορείς.
• Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις ερευνητικές χρηματοδοτικές δράσεις πρέπει να αναθεωρηθεί εκ βάθρων.
Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία 20 χρόνια χρηματοδοτώντας δράσεις όπως ΠΑΒΕ, ΕΚΒΑΝ, ΕΠΕΤ, ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ κλπ που απαιτούσαν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα δεν απέδωσε τα ελάχιστα. Οι χρηματοδοτικές αυτές δράσεις χρησιμοποιήθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα ως ευκαιρία έμμεσης επιδότησης. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν την οικονομική συμμετοχή του Ιδιωτικού τομέα της χώρας μας στην έρευνα είναι πέρα για πέρα πλαστά. Δεν υπάρχει στην ουσία επιχείρηση στη χώρα που να συνέβαλε με καθαρά οικονομικά κονδύλια στην ερευνητική προσπάθεια.
Επιβάλλεται συνεπώς άμεση αναθεώρηση της χρηματοδοτικής πολιτικής. Αυτή θα μπορούσε κατά την άποψή μου να συνοψιστεί στα παρακάτω:
• Χρηματοδοτούμενες-επιδοτούμενες δράσεις ίδρυσης επιχειρησιακών Τμημάτων Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D) που θα πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνουν προσλήψεις Νέων αλλά και έμπειρων ερευνητών και εγκατάσταση σύγχρονου ερευνητικού εξοπλισμού. Η δημόσια επιδότηση ανακτάται σε βάθος χρόνου και ανάλογα με την πορεία του ιδιωτικού φορέα, μέσα από προβλεπόμενες συμφωνημένες διαδικασίες.
• Επιδοτούμενα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια για τον ίδιο, όπως παραπάνω, στόχο.
• Διαμόρφωση συγκεντρωτικού δημοσιοποιημένου εθνικού χάρτη ερευνητικών αντικειμένων των ερευνητικών ομάδων της χώρας για την εύκολη αναζήτηση εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα ερευνητικού συνεργάτη για την παραγωγή, μέσω της έρευνας, της γνώσης που επιθυμεί.
• Συγκεκριμένοι όροι εύκολης προσβασιμότητας των ερευνητών του ιδιωτικού τομέα στις υποδομές του δημόσιου ερευνητικού ιστού της χώρας.
• Η λήψη ερευνητικών «προϊόντων» του ιδιωτικού τομέα από το δημόσιο να ακολουθεί καθορισμένη διαδικασία. Για παράδειγμα, ο ιδιωτικός τομέας απευθύνεται στην ερευνητική ομάδα που θεωρεί ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Σε συνεργασία καταρτίζεται το ερευνητικό έργο και κοστολογείται. Υποβάλλεται στο Υπουργείο έρευνας για αξιολόγηση, κυρίως οικονομική, και αποφασίζεται ή όχι η ένταξή του για επιδότηση καθώς και το ύψος της επιδότησης. Ο ιδιωτικός φορέας καταβάλει ποσοστό έναντι της συνολικής συμμετοχής του στην ερευνητική μονάδα και εξοφλεί με τη λήξη του ερευνητικού έργου. Μέσα από τη διαδικασία αυτή διασφαλίζεται η πραγματική οικονομική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ερευνητική προσπάθεια.
• Η ίδια διαδικασία μπορεί να ακολουθηθεί και για Επιδοτούμενα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια.
• Η χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων μέσω προκηρύξεων που απαιτούν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα πρέπει να καταργηθεί.
• Διαχείριση-αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων-πατέντες.
Σήμερα, παρά τα σοβαρά προβλήματα οργάνωσης, καθώς και ελλιπούς και ασυνεχούς κρατικής στήριξης της ερευνητικής προσπάθειας, το παραγόμενο ερευνητικό προϊόν στη χώρα μας είναι υψηλού επιπέδου και σε πολλές περιπτώσεις παραγωγικά αξιοποιήσιμο. Ο μικρός αριθμός κατάθεσης αιτήσεων κατοχύρωσης δικαιωμάτων (Πατέντες) δεν αντανακλά την πραγματική κατάσταση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην απουσία κατάλληλων υπηρεσιών και χρηματοδοτήσεων για αιτήσεις κατοχύρωσης, αλλά κυρίως στην απουσία ενδιαφέροντος από επενδυτικά κεφάλαια να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα.
Πολλές από τις ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμα και μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους δείχνουν απροθυμία να συμμετάσχουν ή να αναλάβουν πρωτοβουλίες κατοχύρωσης ή αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί το επενδυτικό ρίσκο στις περιπτώσεις των ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι ιδιαίτερα υψηλό. Για παράδειγμα, στο χώρο των νέων φαρμάκων από την ανακάλυψη μιας ουσίας με συγκεκριμένη βιολογική δράση έως την εμπορική κυκλοφορία ως φάρμακο ο δρόμος είναι τεράστιος και το ρίσκο της επένδυσης πολύ μεγάλο. Προτιμούν συνεπώς οι εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες να δραστηριοποιηθούν στο χώρο των γενοσήμων, έστω και με το ρίσκο του σκληρού ανταγωνισμού, παρά να επενδύσουν σε ένα νέο φάρμακο με αβέβαια προοπτική. Μοναδική ίσως εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν τα προϊόντα έρευνας στο τομέα της πληροφορικής, καθώς τα επενδυτικά κεφάλαια που απαιτούνται είναι μικρής κλίμακας και το ρίσκο μικρό.
Συνεπώς, για να γίνουν βήματα στο τομέα αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της έρευνας η πολιτική πρακτική θα πρέπει να στοχεύσει στη διάχυση του ρίσκου. Η πολιτική ενίσχυσης της δημιουργίας spin off εταιρειών απέτυχε παταγωδώς τόσο στη χώρα μας όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν είναι του παρόντος μια εκτενής ανάλυση. Θα μπορούσε απλώς να αναφερθεί ότι η πολιτική ενίσχυσης των spin off εταιρειών στερεί την ερευνητική και εκπαιδευτική κοινότητα από δυναμικό ερευνητικό προσωπικό και ταυτόχρονα είναι καταδικασμένη να αποτύχει, επειδή απλά αναθέτει επιχειρηματική δραστηριότητα σε ανθρώπους μη σχετικούς με το σκληρό ανταγωνιστικό αυτό πεδίο. Η συνύπαρξη πολλαπλών ιδιοτήτων, του ερευνητή, του δασκάλου και του επιχειρηματία στα ίδια πρόσωπα είναι αδύνατον να συγκεραστούν αρμονικά και με επιτυχία. Με βάση όλα τα παραπάνω θα πρότεινα τα εξής σχετικά με την πολιτική αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων:
• Εθνική υπηρεσία-τμήμα κατάλληλα στελεχωμένο στο Υπουργείο Έρευνας με αντικείμενο την κατοχύρωση των ερευνητικών προϊόντων (πατέντες).
• Όλες οι πατέντες, στο βαθμό που παρήχθησαν άμεσα ή έμμεσα με δημόσιο χρήμα ανήκουν στο δημόσιο. Τα πνευματικά δικαιώματα, καθώς και τα δικαιώματα όσων συμμετείχαν χρηματοδοτικά κατανέμονται ανάλογα με τη συμμετοχή τους.
• Προκειμένου να εμπεδωθεί ένα επιχειρηματικό κλίμα εμπιστοσύνης στην αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων το κράτος στα πρώτα βήματα θα πρέπει να αναλάβει ουσιαστικότερο ρόλο. Θα πρέπει να εξεταστεί η περίπτωση ίδρυσης κρατικής/συνεταιριστικής τράπεζας με ιδιαίτερο προσανατολισμό στη χρηματοδότηση επενδύσεων αξιοποίησης των ώριμων ερευνητικών αποτελεσμάτων.
• Χρηματοδοτικά σχήματα διάχυσης του ρίσκου. Για παράδειγμα κρατική επιδότηση επιτοκίου για «άτοκα» τραπεζικά δάνεια επένδυσης ή άμεση συμμετοχή με κεφάλαια ή παροχή κρατικής εγγύησης για τμήμα του δανείου. Περίοδο χάριτος καταβολής δόσης ανάλογα με την εκτιμώμενη περίοδο απόδοσης της επένδυσης. Στη περίπτωση απόδοσης της επένδυσης το κράτος ανακτά τα κονδύλια που κατέβαλε και αποχωρεί εκτός αν πρόκειται για επένδυση εθνικής σημασίας. Εξακολουθεί να απολαμβάνει εσόδων ανάλογα με τη συμφωνία παραχώρησης της Πατέντας. Στην περίπτωση αποτυχίας οι απώλειες κατανέμονται ανάλογα με τη συμμετοχή.
Προφανώς στον τομέα των χρηματοδοτικών σχημάτων διάχυσης του ρίσκου απαιτείται περισσότερη εμβάθυνση, προβληματισμός, ιδέες.
• Μηχανισμοί διασύνδεσης ερευνητικών μονάδων-βιομηχανίας
Ο τομέας αυτός έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα τόσο επικοινωνιακά όσο και χρηματοδοτικά. Έχει συγκεντρώσει τις βασικές δράσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής για δύο λόγους:
• Επικοινωνιακά για να συγκαλύψει την πλήρη αποτυχία της εφαρμοζόμενης πολιτικής στο θέμα της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και
• Χρηματοδοτικά για να λειτουργήσει ως μηχανισμός μεταφοράς κρατικών και ευρωπαϊκών πόρων σε ημέτερα συμφέροντα και να στηριχθεί ο ρουσφετολογικός μηχανισμός των κυβερνήσεων.
Αν γίνει μια απόπειρα να καταγραφούν τα κονδύλια που έχουν διοχετευθεί τα τελευταία χρόνια στο τομέα αυτό μέσω των Τεχνολογικών πάρκων, σεμιναρίων, ημερίδων κλπ. το αποτέλεσμα θα αποκλίνει κατά πολύ και από την πιο τολμηρή φαντασία. Τα τεχνολογικά πάρκα έχουν αποτύχει πλήρως και για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα. Τα ενημερωτικά σεμινάρια και οι ημερίδες δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα διασύνδεσης ερευνητικών μονάδων-βιομηχανίας. Κατά την άποψή μου οι ορθότεροι τρόποι επίτευξης αυτού του στόχου είναι:
• Η υλοποίηση της δράσης ίδρυσης επιχειρησιακών Τμημάτων Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D). Οι προσλήψεις νέων και έμπειρων ερευνητών αποτελούν τον καλύτερο σύνδεσμο ανάμεσα στις ερευνητικές μονάδες προέλευσής τους και τη βιομηχανία.
• Χρηματοδότηση για την καθιέρωση και διενέργεια ετήσιου «Συνεδρίου» παρουσίασης των ώριμων ερευνητικών αποτελεσμάτων (πατεντών) που είναι στη φάση αναζήτησης επενδυτικών κεφαλαίων.
• Κατάργηση όλων των χρηματοδοτικών δράσεων για ενημερωτικά σεμινάρια κλπ και διοχέτευση των πόρων που θα εξοικονομηθούν στην ερευνητική δραστηριότητα.
• Αλλαγή της χρήσης των χώρων των Τεχνολογικών Πάρκων από χώρους φιλοξενίας μαγαζιών, κυρίως πληροφορικής, σε χώρους συγκέντρωσης ερευνητικών υποδομών ευρείας χρήσης και προσβασιμότητας.
• Τομείς προτεραιότητας της βασικής έρευνας
Ο καθορισμός των τομέων προτεραιότητας της βασικής έρευνας στη χώρα αποτελεί ένα ιδιαίτερα σύνθετο και πολύ-παραγοντικό πρόβλημα. Η σύνθεση των απόψεων που θα κατατεθούν απαιτεί ιδιαίτερα σοβαρή διαχείριση. Κατά την άποψή μου ανάμεσα στα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων είναι:
• Τομείς που συγκεντρώνουν μια κρίσιμη μάζα αξιόλογου ερευνητικού προσωπικού με αποδεδειγμένη την ικανότητα παραγωγής γνώσης μέσω της βασικής έρευνας. Για παράδειγμα ο τομέας της Βιοιατρικής έρευνας με πολλαπλές κατευθύνσεις (βασική έρευνα βιολογικών μηχανισμών, λειτουργίες, ανάπτυξη νέων φαρμάκων, ανάπτυξη ιατρικών αντιδραστηρίων υψηλής προστιθέμενης αξίας κλπ). Ο τομέας της Πληροφορικής επίσης ικανοποιεί το κριτήριο αυτό, κλπ.
• Τομείς στους οποίους η χώρα αντικειμενικά λόγω πλεονεκτημάτων αναπτύσσει ή θα αναπτύξει δραστηριότητες. Παράδειγμα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια κλπ. Η ενίσχυση της βασικής έρευνας παραγωγής γνώσης στο πεδίο της αποθήκευσης της ενέργειας, της ανάπτυξης υλικών υψηλής απόδοσης κλπ θα πρέπει να αποτελούν τομείς επιλογής. Σε αντίθετη περίπτωση η χώρα θα δαπανά διαχρονικά μεγάλα ποσά για εισαγωγή τεχνολογίας και το πλεονέκτημα της χώρας λόγω υψηλής ηλιοφάνειας κλπ μετατρέπεται εύκολα σε μη ανταγωνιστική επενδυτική δραστηριότητα λόγω κόστους της επένδυσης. Στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα καθώς και σ’ αυτόν των ιχθυοκαλλιεργειών η χώρα μας διαθέτει σοβαρά ποιοτικά και στην περίπτωση των ιχθυοκαλλιεργειών και εκτατικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η βασική έρευνα στους τομείς αυτούς είναι είτε ανύπαρκτη είτε αναποτελεσματικά κατακερματισμένη. Στη συνείδηση και την πρακτική των αρμοδίων η έρευνα στους τομείς αυτούς ταυτίζεται με μια εντελώς επιφανειακή εφαρμοσμένη έρευνα. Απαιτείται συνεπώς συγκεκριμενοποίηση των προτεραιοτήτων βασικής έρευνας στους τομείς αυτούς. Προφανώς συγκριτικά πλεονεκτήματα η χώρα μας διαθέτει και σε άλλους τομείς οι οποίοι θα πρέπει να καταγραφούν και να ιεραρχηθούν π.χ. Σεισμική προστασία, Ενέργεια, Ορυκτό πλούτο κλπ.
• Τομείς στους οποίους υπάρχει σαφής επιστημονική εκτίμηση ότι θα διαδραματίσουν μελλοντικά σημαντικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία. Για παράδειγμα η Βιοτεχνολογία, η Βιο-μηχανική, η Νανοτεχνολογία κλπ. Σε ορισμένους από τους τομείς αυτούς υφίσταται ένα ικανό ερευνητικό προσωπικό, ενώ σε άλλους βρίσκεται στα πρώτα στάδια δημιουργίας του. Στο κριτήριο αυτό θα πρέπει να διερευνηθούν και τομείς που αντικειμενικά απαιτούν πολύ μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίοι δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθούν λόγω του περιορισμού αυτού, αλλά σταδιακά, σταθερά θα πρέπει να οικοδομούνται και να βρίσκονται στην προσοχή της πολιτικής πρακτικής.
• Σταθερή και μόνιμη ενίσχυση της βασικής έρευνας στις θετικές επιστήμες Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία. Χωρίς την γνώση που μπορεί να παραχθεί από τη βασική έρευνα στις θετικές επιστήμες οποιοσδήποτε άλλος ερευνητικός τομέας προτεραιότητας σύντομα θα χάσει τη δυναμική και τα πλεονεκτήματά του.
Στον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών θεωρώ ότι πρέπει να συμβάλλουν με προτάσεις τους οι ερευνητές του αντίστοιχου χώρου.
• Εφαρμοσμένη έρευνα
Η ύπαρξη των Πολυτεχνικών σχολών και των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων στη χώρα μας παρέχει σοβαρά πλεονεκτήματα ανάπτυξης της εφαρμοσμένης έρευνας με ορισμένες όμως ουσιαστικές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα απαιτείται:
• α) διαθέσιμη γνώση από τη βασική έρευνα
• β) ουσιαστική συγκεντροποίηση του ερευνητικού δυναμικού των ΤΕΙ που δραστηριοποιείται στο τομέα της εφαρμοσμένης έρευνας. Ο κατακερματισμός που υφίσταται σήμερα οδηγεί σε κατασπατάληση οικονομικών και ανθρώπινων πόρων,
• γ) σε πρώτο στάδιο, εστίαση της εφαρμοσμένης έρευνας σε ώριμες για αξιοποίηση δράσεις,
• δ) θα πρέπει να προϋπάρχουν σοβαρές διεργασίες χρηματοδοτικής ωρίμανσης άμεσης εφαρμογής των αποτελεσμάτων της εφαρμοσμένης έρευνας, καθώς, σε αντίθεση με τη γνώση που παράγεται από τη βασική έρευνα, η γνώση της εφαρμοσμένης έρευνας μπορεί να καταστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μη συμφέρουσα οικονομικά, ξεπερασμένη τεχνολογικά και τελικά μη αξιοποιήσιμη.
Η αναφορά σχετικά με την εφαρμοσμένη έρευνα στα ΤΕΙ και τις Πολυτεχνικές σχολές δεν σημαίνει ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει ή δεν γίνεται και στα ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια.
• Χρηματοδοτική πολιτική
Τα σημαντικά κονδύλια που απαιτούνται για να τεθούν οι βάσεις για μια σοβαρή εθνική προσπάθεια στην έρευνα, με δεδομένη την πολιτική της ΕΕ και της κρίσης που διέρχεται η χώρα, είναι σαφώς δύσκολο να εξοικονομηθούν. Παρ’ όλα αυτά, με βασική προϋπόθεση την πολιτική βούληση να δρομολογηθεί μια τέτοια κατεύθυνση, θα μπορούσε να αναζητηθούν πόροι από διάφορες πηγές. Σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την άποψή μου θα μπορούσαν να εξεταστούν μέτρα όπως:
• Να υπάρξει σταθερή και αυξανόμενη εθνική χρηματοδότηση της έρευνας η οποία σταδιακά θα πρέπει να προσεγγίσει τα ποσοστά ως προς το ΑΕΠ των προηγμένων χωρών.
• Να γίνει άμεση και ριζική αναμόρφωση των χρηματοδοτικών προτεραιοτήτων του νέου ΕΣΠΑ επικεντρώνοντας τουλάχιστον στη βασική προϋπόθεση της έξυπνης εξειδίκευσης που είναι η έρευνα και καινοτομία (Research and Innovation strategy for smart specialization, RIS3 δηλ. στρατηγική έρευνας και καινοτομίας για έξυπνη εξειδίκευση). Η χρηματοδότηση έργων τύπου επισκευή και κατασκευή δρόμων, διαχείριση αποβλήτων, μελετών, σχημάτων διασύνδεσης βιομηχανίας-ερευνητικών μονάδων κλπ όχι μόνο δεν ακουμπούν στα ελάχιστα θετικά της μειονεκτικής κατά τα άλλα για τη χώρα μας λογική της RIS3, αλλά παραπέμπουν σε μια προσπάθεια κατασπατάλησης πόρων και ικανοποίησης ημέτερων οικονομικών συμφερόντων. Αυτού του τύπου τα έργα θα πρέπει να ιεραρχηθούν και να χρηματοδοτηθούν μέσω του ΠΔΕ. Αλήθεια, πια αποτελέσματα μη χρηματοδοτούμενης έρευνας θα μεταφερθούν στη βιομηχανία για να απαιτείται η χρηματοδότηση δοκιμασμένων και αποτυχημένων δράσεων και δομών για τη διασύνδεση αυτή και μάλιστα με προβλέψεις πολύ σημαντικών κονδυλίων;
• Επιβολή ποσοστιαίας εισφοράς επί του τζίρου υπέρ της έρευνας σε επιχειρήσεις οι οποίες στήνονται και λειτουργούν με κρατικές επιδοτήσεις, τουλάχιστον μέχρι απόσβεσης της κρατικής επιδότησης.
• Διάθεση των κρατικών εσόδων από τη διαχείριση-αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων σύμφωνα και με όσα προτείνονται παραπάνω.
• Επιβολή ποσοστιαίας εισφοράς υπέρ της έρευνας σε εισαγόμενα προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας.
• Διαμόρφωση χρηματοδοτικών κανόνων των ερευνητικών μονάδων στοχεύοντας στην καλλίτερη εφικτή αξιοποίηση του συνόλου του ερευνητικού προσωπικού και των υποδομών και παράλληλη επιβράβευση της ερευνητικής αποτελεσματικότητας και πρωτοπορίας.
Οι προτάσεις που κατατίθενται στη παρέμβαση αυτή επιδιώκουν απλά να κεντρίσουν την προσοχή τόσο όσων συμμετέχουν με τον οποιονδήποτε τρόπο στη χάραξη της ερευνητικής πολιτικής όσο και των εργαζομένων, καθώς επίσης για να ανοίξει επιτέλους μια ουσιαστική συζήτηση ανάμεσα στους ανθρώπους που διαθέτουν τις προϋποθέσεις συμβολής σε μια τέτοια διαδικασία.
Στο τρίτο μέρος θα αναλυθεί το Νέο Εθνικό ΕΣΠΑ και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα 2014-2020 της Περιφέρειας Ηπείρου στο πλαίσιο της στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης.
Βασίλειος Τσίκαρης
Χημικός Μηχανικός
Καθηγητής Οργανικής Χημείας, Παν/μιο Ιωαννίνων
Περιφερειακός Σύμβουλος Περιφέρειας Ηπείρου
Με την Παράταξη «ΗΠΕΙΡΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ»