Το παρόν άρθρο εστιάζει στους ανδριάντες με θέμα τη μορφή του Γεωργίου Καραϊσκάκη, εμβληματικού ήρωα του 1821, Αετού των Τζουμέρκων, αρχιστρατήγου της Ρούμελης, a posteriori στρατάρχη με διάταγμα του Όθωνα και Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης σύμφωνα με το στίχο του Κωστή Παλαμά, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε υπαίθριο κοινόχρηστο χώρο στην υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός Αττικής.
Τα εν λόγω ολόγλυφα έργα εντοπίζονται σε πόλεις όπως η Άρτα και η Καρδίτσα, που αμφότερες διεκδικούν τον τόπο της γέννησής του, αλλά και τα Ιωάννινα, χωρίς να εξαιρούνται και περιπτώσεις όπου ο τόπος δεν δηλώνει καμία συνάφεια με την τιμώμενη μορφή, όπως ο Μοριάς που δίνει ένα παρόν έκπληξης με μια μοναδική σύνθεση. Τα γλυπτά εγγράφονται στο πλαίσιο της μνημειακής ανδριαντοποιίας, που έχει να επιδείξει η νεοελληνική γλυπτική τον 20ό και τον 21ο αιώνα, ως συνέχεια εκείνων του 19ου, και η ανέγερση τους μπορεί να εκληφθεί σαν χειρονομία στο πλαίσιο μιας θέλησης διατήρησης της μνήμης τόσο των νικηφόρων αγώνων του ήρωα στρατηγού όσο και της εν γένει ανιδιοτελούς προσφοράς του, ως ένα ανεκτίμητο διαχρονικό παράδειγμα πατριωτισμού και ηρωισμού στις εσαεί επερχόμενες γενεές των Ελλήνων. Στην παρουσίαση των έργων ακολουθείται η χρονολογική σειρά δημιουργίας τους.
Στην Πελοπόννησο, στο νομό Μεσσηνίας, συγκεκριμένα στο Σιδηρόκαστρο του δήμου Τριφυλίας, είναι στημένος σε περίοπτο σημείο του χωριού, ένας έφιππος ανδριάντας του στρατηγού( εικ.1). Το έργο, σύμφωνα με την εγχάρακτη επιγραφή, που διακρίνεται στην εμπρόσθια πλευρά της βάσης του, έχει φιλοτεχνηθεί το 1961 από τον Τηνιακής καταγωγής γλύπτη Κώστα Γεωργακά (1904-1991). Με το παρόν, ο εν λόγω καλλιτέχνης έλαβε μέρος στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε για τον έφιππο ανδριάντα του ήρωα στο Ζάππειο, το 1963, όπου το πρώτο βραβείο και την παραγγελία απέσπασε ο Μιχάλης Τόμπρος, ενώ ο Γεωργακάς πήρε το 6ο βραβείο. Παραθέτουμε επακριβώς τη σχετική επιγραφή, όπου αναφέρονται τα προαναφερθέντα (εικ. 2), κάτω από τα οποία υπάρχουν επίσης τα αρχικά του ονοματεπώνυμου του γλύπτη, 6ο ΒΡΑΒΕΙΟΝ πανελληνίου διαγωνισμού το 1961 Κ. Ν. Γ.
Ο παρών ανήκει στην ομάδα των τριών πρωιμότερων έφιππων ανδριάντων με θέμα το στρατηγό και είναι σύγχρονος σχεδόν με εκείνον ( 1962-3) του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974) και εκείνον (1963-5) της Λουκίας Γεωργαντή (1919-2001), οι οποίοι κοσμούν αντίστοιχα το Ζάππειο, στην Αθήνα, και την πλατεία Καραϊσκάκη – πρώην Τζελέπη – κοντά στο λιμένα του Πειραιά. Πολλά χρόνια αργότερα, το σχετικό γύψινο πρόπλασμα, με το οποίο ο γλύπτης έθεσε υποψηφιότητα στον προαναφερθέντα διαγωνισμό, χυτεύεται σε ορείχαλκο και δωρίζεται, μαζί με άλλα έργα του – ένα από αυτά ο επίσης έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη – στο εν λόγω χωριό, που υπήρξε γενέτειρά του, γεγονός άλλωστε, που δικαιολογεί την παρουσία του σε μια περιοχή παντελώς άσχετη με τα βιογραφικά δεδομένα και την αγωνιστική δράση του ήρωα. Τα αποκαλυπτήρια του έργου γίνονται στις 27 Αυγούστου 1989, δύο χρόνια πριν από το θάνατο του γλύπτη. Οι έφιπποι ανδριάντες των δύο αρχιστρατήγων του Αγώνα, ο ένας του Μοριά, ο άλλος της Ρούμελης, είναι τοποθετημένοι σε αμφιθεατρική, δεσπόζουσα θέση, στο ψηλότερο σημείο της κεντρικής κλίμακας του χωριού, που ενώνει την πλατεία με τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου. Βρίσκονται δε στο ίδιο ύψος, σε παραλληλότητα και σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους (2 μέτρα), πλαισιώνοντας αμφότερες τις πλευρές της εν λόγω κλίμακας, απαντώντας έτσι και σε μια θέληση σωστής ένταξής τους στον περιβάλλοντα χώρο, η οποία αποβλέπει στην αισθητική ισορροπία και τη συμμετρία.
Με διαστάσεις που αγγίζουν το ύψος των 1,30 και το μήκος των 1,20 μέτρων, ο ανδριάντας εδράζεται σε χαμηλή βάση από το ίδιο υλικό, που μορφώνεται στο σχήμα δύο μικρών βράχων, εν είδει φυσικού περιβάλλοντος, πάνω σε ορθογώνιο και απόλυτα λιτής όψης βάθρο (1,07μ. ύψος Χ 0,53 μ. πλάτος) από λευκό μάρμαρο.
Ο ήρωας εικονίζεται πάνω στο άλογο του σε στάση ενεργητική, που παραπέμπει σε στιγμή πολεμικής εγρήγορσης. Έχει αποδοθεί με τον κορμό μετωπικό, το κεφάλι σε στροφή στα δεξιά του, με το αριστερό χέρι να κρατά δυναμικά τα ηνία, ενώ με το δεξί υψωμένο κραδαίνει επιτακτικά το ξεγυμνωμένο σπαθί του, προτρέποντας για επίθεση εναντίον του εχθρού, χειρονομία που συνάδει στενά με το ηγετικό στρατιωτικό του αξίωμα καθώς και με το αγωνιστικό σθένος που τον χαρακτήριζε, ενώ ταυτόχρονα ερμηνεύει πειστικά τη φύση της στιγμής που μεταγράφει το έργο.
Το άλογο, με τη σειρά του, αποδίδεται σε ηπιότερη κίνηση, που παραπέμπει σε σταθερό βηματισμό, με το μπροστινό αριστερό πόδι να ανυψώνεται έντονα και να προβάλλει μπροστά, ενώ τα υπόλοιπα ακουμπούν στο έδαφος. Με τα πόδια στους αναβολείς να απομακρύνονται αρκετά από τα πλευρά του αλόγου, ο στρατηγός μαρτυρεί επιπλέον τη θέλησή του να ωθήσει το τελευταίο σε πιο έντονους ρυθμούς.
Σε εικονογραφικό επίπεδο, το έργο είναι εμπνευσμένο από τον αναγεννησιακό πρωτογενή τύπο του έφιππου ανδριάντα γνωστού ως Gattamelata (1453), έργο του Donatello (1386-1466 ), που βρίσκεται στην Padua, όπως επίσης και από εκείνους του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, επίσης δημιουργημένους σύμφωνα με το ίδιο πνεύμα.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον έφιππο ανδριάντα του βασιλιά Μαξιμιλιανού του 1ου (1839), έργο του BertelThorvaldsen (1770-1884), καθώς και εκείνο του αυτοκράτορα Ιωσήφ του 2ου (1807), έργο του FranzAntonTschauner (1817-1879). Σύμφωνα με αυτό το σχήμα έχει επίσης δημιουργηθεί, στην αρχή μόλις του προηγούμενου αιώνα, ο έφιππος ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τον Λάζαρο Σώχο (1862-1911). Ωστόσο, στο παρόν γλυπτό, όσον αφορά τον αναβάτη, η στάση του κορμού και του δεξιού χεριού δεν είναι χαλαρή αλλά παρατηρείται εντονότερη κινητική και εκφραστική δυναμική, που οφείλεται κυρίως στον πλάγιο άξονα, ο οποίος διαγράφεται από τον τεντωμένο ψηλά βραχίονα και το σπαθί του και καταλήγει στο αριστερό του πόδι, υιοθετώντας μια διαγώνια διάταξη ως προς τον κατακόρυφο εκείνο του σώματός του και τον οριζόντιο του αλόγου.
Πολύ μεταγενέστερος του προηγούμενου – με διαφορά περίπου 25 χρόνων – είναι ο επίσης έφιππος ανδριάντας του αρχιστρατήγου, που απαντά στην κοινότητα Μαυρομμάτι του δήμου Μουζακίου του νομού Καρδίτσας και είναι στημένος στην κεντρική φερώνυμη πλατεία του χωριού (εικ. 3). Η ανέγερση του μνημείου οφείλεται στην πρωτοβουλία του Συλλόγου των Απανταχού Μαυρομματιανών της Αθήνας ''Ο Καραϊσκάκης'' καθώς και του ομώνυμου Πολιτιστικού Συλλόγου Μαυρομματίου, οι οποίοι αναλαμβάνουν από κοινού μεγάλο μέρος των εξόδων της κατασκευής του. Για τον ίδιο σκοπό, οι προαναφερθέντες σύλλογοι διενεργούν επιπλέον πανελλήνιο έρανο, ο οποίος αρχίζει το 1980 και διαρκεί έως το 1988, με μεγάλη επιτυχία. Η παραγγελία δίνεται στον γλύπτη και ακαδημαϊκό Γιάννη Παππά (1913-2005) το 1985 και το έργο αρχίζει να φιλοτεχνείται σε ορείχαλκο το 1987-8. Αποπερατώνεται και τοποθετείται στο σημείο που βρίσκεται έως σήμερα, το 1990, για να αποκαλυφθεί στις 23 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, ανήμερα της ονομαστικής εορτής του τιμώμενου ήρωα, επί προεδρίας του κοινοτάρχη Μαυρομματίου Βασιλείου Τσίντζου.
Με διαστάσεις που υπερβαίνουν το συμβατό (μήκος 4,00 μ. Χ ύψος 3,30 μ.), το γλυπτό ζυγίζει 3,50 τόνους και εδράζεται σε βάθρο όχι ιδιαίτερα ψηλό, ορθογώνιου σχήματος και απόλυτα λιτής όψης, το οποίο ακουμπά σε ελαφρά χαμηλότερο και πολύ πλατύτερο αναβαθμό. Όλα φέρουν επένδυση από ανοιχτόχρωμο γκρι μάρμαρο Καρύστου. Στην πρόσοψη του βάθρου, υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή με κεφαλαία γράμματα, η οποία πληροφορεί σχετικά με την ατομική ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα της τιμώμενης μορφής, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782 - 1827 ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ και ακριβώς από κάτω, σημειώνονται με επίσης εγχάρακτο τρόπο λόγια του ήρωα, ''Μην φοβάστε τους εχθρούς σας, σας τρέμουν όταν μαθαίνουν την ομόνοιά σας''.
Στη δεξιά πλαϊνή όψη του βάθρου, αναγράφονται τα ονόματα των τοποθεσιών, όπου έδωσε μάχες ο ήρωας, και στην αριστερή, υπάρχει επιγραφή που αναπαράγει το ψήφισμα που εκδόθηκε από την κυβέρνηση με την ανακοίνωση του θανάτου του (εικ. 4).
Ο στρατηγός παρουσιάζεται στητός και αγέρωχος πάνω στο άλογό του και σε στάση σχετικά ήρεμη πλην έντονα επιβλητική και αποφασιστική. Η στιγμή που πραγματεύεται το έργο κινείται ανάμεσα σε προσωρινή στάση και σε επικείμενη κίνηση, ειπωμένο αλλιώς, πρόκειται για στάση όπου, υποφώσκει προαποφασισμένη μελλούμενη κίνηση, επιθετικής - πολεμικής φύσης. Ενδεικτικά στοιχεία αυτού του σκεπτικού εντοπίζονται στη διαφορετική στάση των μπροστινών ποδιών του αλόγου, που προϊδεάζουν για αντιθετικής φύσης θέληση• το αριστερό από αυτά, λυγισμένο, υψωμένο και προβάλλον μπροστά, παραπέμπει σε τροχασμό, μαρτυρώντας την ανυπομονησία του για δράση, ενώ το άλλο, πεισματικά τεντωμένο, δηλώνει έντονη προσπάθεια για να φρενάρει την κίνηση του, υπακούοντας προφανώς στη θέληση του ιππέα• το ίδιο και το έντονα ανυψωμένο κεφάλι του.
Το προαναφερθέν σκεπτικό ασφαλίζεται επιπλέον από τη στάση των άνω άκρων του στρατηγού• το αριστερό που τραβάει δυναμικά τα ηνία και το δεξί που κρατάει αποφασιστικά το σπαθί του, ελαφρά χαμηλωμένο και άπραγο, χωρίς ακόμη να προστάζει για επίθεση. Πρόκειται περισσότερο για στιγμή τελικής επιθεώρησης πριν από τη μάχη ή προσωρινής ανασύστασης και ανασυγκρότησης εν μέσω μάχης πριν την επόμενη επίθεση, όπου ο στρατηγός επιδιώκει να αναχαιτίσει για λίγο την κίνηση του αλόγου και να το σταθεροποιήσει. Με την αντίρροπη εξάλλου στροφή του κεφαλιού του στρατηγού έναντι εκείνης του αλόγου, δημιουργείται ένα εξισορροπητικό σχήμα, που εξασφαλίζει, εκτός από την αρμονία της σύνθεσης, επιπλέον, την απρόσκοπτη θέαση του αναβάτη. Πρόκειται για έργο που αποσκοπεί κυρίως στην προβολή της στρατηγικής δεινότητας και των ηγετικών αρετών του ιππέα, ο οποίος εδώ αναδεικνύεται ως ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Σε μορφοπλαστικό επίπεδο, ο δημιουργός κινείται σύμφωνα με ένα ρεαλιστικό ύφος απλουστευτικής διάθεσης, με λιτά αποδομένο παραπληρωματικό διάκοσμο, όπου εμφαίνονται λίγο περισσότερο τα ενδυματολογικά στοιχεία, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής τοποθέτηση της μορφής στο χρονικό πλαίσιο της δράσης της, κατ επέκταση, να τεκμηριωθεί η ιστορική της ταυτότητα.
Ένας έτερος ανδριάντας του ήρωα (εικ. 5, 6), βρίσκεται στην Ήπειρο, τοποθετημένος από το 2015 στην είσοδο της Αρτας, συγκεκριμένα κοντά στην περιφερειακή οδό και απέναντι ακριβώς από το 4ο δημοτικό σχολείο, και κοσμεί τη φερώνυμη κεντρική πλατεία της πόλης. Η δημιουργία του οφείλεται στην πρωτοβουλία και χορηγία δύο δήμων, της Άρτας και του ''Γεώργιος Καραϊσκάκης'', καθώς και της περιφέρειας Ηπείρου. Έχει φιλοτεχνηθεί σε ορείχαλκο από τον γλύπτη Ιάσονα Παπαδημητρίου (1911-1976), μετράει διαστάσεις λίγο μεγαλύτερες του φυσικού και εδράζεται σε τετράγωνη βάση σχεδόν μηδαμινού ύψους από το ίδιο υλικό πάνω σε χαμηλό και απόλυτα λιτό ορθογώνιο βάθρο από λευκό μάρμαρο, που στηρίζεται σε δύο πλατύτερους, πολύ χαμηλούς αναβαθμούς. Στην εμπρόσθια όψη του, υπάρχουν εγχάρακτες επιγραφές με κεφαλαία γράμματα, που πληροφορούν σχετικά με την ταυτότητα και τον τόπο γέννησης του εικονιζομένου, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821 ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΣΚΟΥΛΗΚΑΡΙΑΝ ΑΡΤΗΣ και ακριβώς από κάτω σημειώνεται η ύστατη εν ζωή χαρακτηριστική φράση του, ''εγώ πεθαίνω όμως εσείς να είστε μονιασμένοι καίνά βαστήξετε τήν πατρίδα.''
Στη δεξιά - όπως βλέπουμε το έργο - πλαϊνή όψη της βάσης του γλυπτού, είναι επίσης σημειωμένα με κεφαλαία γράμματα το ονοματεπώνυμο και η επαγγελματική ιδιότητα του δημιουργού, ΙΑΣΩΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΛΥΠΤΗΣ.
Η τιμώμενη μορφή παρουσιάζεται όρθια, κατά μέτωπο προς τον θεατή και σε στάση ενεργητικής επιβολής και αγωνιστικής ετοιμότητας, υιοθετώντας το ευρέως γνωστό κλασικιστικό σχήμα, μετην ομόρρυθμη ελαφρά στροφή κορμού και κεφαλιού στα δεξιά του, με τα πόδια σε μικρή διάσταση• το δεξιό από αυτά σε επίσης ομόρροπη προβολή, ενώ το άλλο, με το πέλμα ελαφρά ανασηκωμένο στη φτέρνα και στραμμένο σε αντίρρυθμη φορά ως προς τα προηγούμενα, πατάει σε μόλις ψηλότερο επίπεδο, που σχηματίζεται από ένα μικρό και ιδιαίτερα χαμηλό ανάχωμα. Με τη σειρά τους, το δεξιό χέρι, κεκαμμένο ελαφρά στον αγκώνα, φέρεται μπροστά με σχετική χάρη και ευλυγισία, ενεργοποιώντας τη χαρακτηριστική χειρονομία ρήτορα, η οποία συνοδεύει το λόγο του ήρωα, που παρακινεί σε αγώνα, ενώ το άλλο έχει ήδη αρχίσει να σύρει αποφασιστικά το σπαθί από τη θήκη του, κάνοντας το λόγο πράξη.
Όσον αφορά την απόδοση των ενδυματολογικών θεμάτων, ο γλύπτης κινείται σύμφωνα με ένα γενναιόδωρο ρεαλιστικό ύφος, απόλυτα εναρμονισμένο με την εποχή, το οποίο εστιάζει με επιμέλεια ως την τελευταία λεπτομέρεια. Άξιο ιδιαίτερης μνείας αποτελεί η διαχείριση των πτυχώσεων της φουστανέλας, οι οποίες, λόγω της ορμητικής στροφής του κορμού της μορφής κινητοποιούνται με απόρροια τη δημιουργία μιας ελαφράς κύμανσης, στοιχείο που προσθέτει επιπλέον έκφραση στο σύνολο και προσδίδει στη μορφή μια αίσθηση φούριας, η οποία ερμηνεύει απόλυτα το πνεύμα της στιγμής, συνάδοντας ταυτόχρονα με τη σθεναρή και ορμητική αγωνιστική ιδιοσυγκρασία του στρατηγού. Αξιοποιείται επιπλέον η αισθητική του χιασμού με τη διευθέτηση σε διαγώνιους ρυθμούς τόσο των πτυχώσεων της φουστανέλας όσο και των όπλων του ήρωα στο στέρνο.
Μέσω των άνω επιλογών, η μορφή διέπεται από εξωστρεφή διάθεση και ελευθερία, καθώς και αρμονικούς κινητικούς ρυθμούς. Όλα μαρτυρούν ότι, εδώ, η προτροπή για αγώνα γίνεται με φλογερό πλην ήπιο τρόπο σύστασης, στοχεύοντας στο φιλότιμο, την ομοψυχία και την αδούλωτη ψυχή του Έλληνα, παρά με σκληρή επιτακτική επιβολή. Έτσι, στο παρόν έργο, προβάλλεται περισσότερο η ευφυΐα, η ικανότητα πειθούς, ο δεινός προτρεπτικός λόγος του στρατηγού και λιγότερο οι πολεμικές του αρετές. Επιπλέον, το έργο είναι ευχάριστο στην ανάλαφρη στάση της μορφής – που θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει χορευτική φιγούρα – και την εν γένει ενθουσιώδη όψη της, στοιχεία με τα οποία επιτυγχάνεται και μια εικονιστικής φύσης συμβολοποίηση της θέσης των αρχαίων Ελλήνων ότι ο πόλεμος και το γιουρούσι είναι γιορτή, χαρά, γλέντι, κάτι που ασπάστηκαν και επανέλαβαν σε απόλυτο βαθμό οι αγωνιστές του 1821.
Ο πλέον πρόσφατος έφιππος ανδριάντας με σχετικό θέμα, κατά πολύ μεταγενέστερος εκείνων του Γεωργακά και του Παππά, απαντά στην Καρδίτσα (εικ. 7) και κοσμεί την κεντρική πλατεία της πόλης, γνωστή με το όνομα Πλατεία Ελευθερίας. Η πρωτοβουλία για την ανέγερση του έργου ανήκει στον τότε δήμαρχο της πόλης Δομήνικο Βερίλλη και η δημιουργία του ανατίθεται στη νεαρή γλύπτρια Νικολίτσα – Λητώ Λεοντή έπειτα από πανελλήνιο καλλιτεχνικό διαγωνισμό, που προκηρύσσεται το 2010, και οφείλεται στη χορηγία της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλιώτιδας και Φαναριοφερσάλων, του Δήμου Καρδίτσας, καθώς και της Περιφέρειας και της ΠΕΔ Θεσσαλίας. Έπειτα από καθυστέρηση αρκετών χρόνων λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα, το γλυπτό αποπερατώνεται το 2017, μεταφέρεται σε ορείχαλκο στο χυτήριο του Δημήτρη Γαβαλά στην Αθήνα και αποκαλύπτεται στις 29 Ιανουαρίου της επόμενης χρονιάς, επί δημαρχίας Φώτη Αλεξάκου. Στην τελετή των εγκαινίων παρευρέθηκαν και οι τρεις δήμαρχοι επί των ημερών των οποίων πραγματοποιήθηκε το έργο (Βερίλλης, Παπαλός, Αλεξάκος), ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλίας Τιμόθεος, ο οποίος πρωτοστάτησε στη σχετική επιμνημόσυνη δέηση, ο δήμαρχος Μουζακίου Γιώργος Κώτσος, ο απόγονος του ήρωα Γεώργιος Λ. Καραϊσκάκης και άλλοι τοπικοί και πολιτικοί παράγοντες.
Με υπερβάλλουσες διαστάσεις, που αγγίζουν το μήκος των έξι και το ύψος των πέντε μέτρων, το γλυπτό εδράζεται σε επίσης μνημειακών διαστάσεων, μαρμάρινο βάθρο, λιτού ορθογώνιου σχήματος, το οποίο, με τη σειρά του, στηρίζεται σε δύο χαμηλούς πλην κατά πολύ πλατύτερους αναβαθμούς, όλες επιλογές που συμβάλλουν στην αβίαστη ανάδειξη του έργου στο χώρο που κοσμεί. Ο σχεδιασμός του βάθρου οφείλεται στον Ευστάθιο Λεοντή (1953) γνωστού γλύπτη και πατέρα της δημιουργού, ενώ η μελέτη για το στατικό σχέδιο έγινε από τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Τριανταφυλλόπουλο.
Στην πρόσοψη του βάθρου, λιτός εγχάρακτος διάκοσμος με μαύρα κεφαλαία γράμματα πληροφορεί σχετικά με την ταυτότητα και τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου του ήρωα, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782-1827.
Ο αρχιστράτηγος εικονίζεται πάνω στο άλογό του, σε στάση ευθυτενή και απόλυτα μετωπική, καθώς και σε έντονη κίνηση, που μαρτυρεί ακατάσχετη επιθετική ορμή πολεμικής φύσης. Σε αυτό το πνεύμα, η μορφή αποδίδεται με τα χέρια δυναμικά υψωμένα• το δεξί κραδαίνει δυναμικά την πάλα, ενώ το άλλο, με τον δείκτη επιτακτικά προτεταμένο, υποδεικνύει, χωρίς αμφιβολία, το σημείο της επίθεσης κατά του εχθρού, παρακινώντας έτσι σε έφοδο στο πεδίο της μάχης. Τα πόδια του, με τη σειρά τους, εμπνευσμένα σε στάση που επίσης κινείται στους ίδιους ρυθμούς, είναι τεντωμένα σε ευρεία διάσταση και απέχουν εμφανώς από τα πλευρά του αλόγου. Το τελευταίο, στον ξέφρενο καλπασμό του, έχοντας το κεφάλι σε απαλή παρέκκλιση στα δεξιά του, την ουρά να ανεμίζει σε σχεδόν οριζόντια ευθεία γραμμή, το στόμα ανοιχτό και ασθμαίνον, εναρμονίζεται τέλεια με τους έντονους κινητικούς και αγωνιστικούς ρυθμούς του ιππέα.
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι το χιάζον σχήμα, ελεύθερου χαρακτήρα, το οποίο δημιουργείται μέσω των διασταυρούμενων πλάγιων αξόνων, που διαγράφονται με τη στάση των άνω και κάτω άκρων της μορφής, και προικίζει το σύνολο με περίσσεια όχι μόνο κινητική αλλά και εκφραστική δυναμική. Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση απλώνεται επιπλέον στο χώρο, καθίσταται περίοπτη και η μορφή διέπεται από εξωστρέφεια όπως επίσης και μια έντονη αίσθηση ελευθερίας, στοιχεία που υπαγορεύονται από το θέμα. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημανθεί πόσο πολύ δίκιο είχε ο Ευστάθιος Λεοντής, όταν είπε ότι θα ήταν καλό να ανοιχτεί ο άμεσα περιβάλλων το μνημείο χώρος, ώστε να αξιοποιηθούν τα προαναφερθέντα και να μπορεί έτσι ο θεατής να κινηθεί αβίαστα γύρω από αυτό.
Σε μορφοπλαστικό επίπεδο, η ρεαλιστική έμφαση δίνεται στην έντονη μυολογία του αλόγου, καθώς και στον πλούτο των ενδυματολογικών και των εν γένει παραπληρωματικών και περιγραφικών στοιχείων, κυρίως ιστορικής φύσης - συναφή με τα βιογραφικά δεδομένα του ήρωα – τα οποία αποτυπώνονται με περίσσεια επιμέλεια ως την τελευταία τους λεπτομέρεια. Αναφέρουμε ως παράδειγμα, τον ανάγλυφο διάκοσμο, ο οποίος διακρίνεται στο μπροστινό μέρος της σέλας του αλόγου και αναπαριστά την είσοδο της σπηλιάς του ήρωα με τους δύο βράχους, ενώ στο πίσω μέρος της, υπάρχει επίσης ανάγλυφη αναπαράσταση με την έφιππη μορφή του αγίου Γεωργίου που σκοτώνει το δράκο – μαζί με τον άγιο Δημήτριο, οι δύο πλέον προσφιλείς άγιοι του ήρωα. Μια έτερη αξιοσημείωτη λεπτομέρεια απαντά στο ανώτερο μέρος της θήκης του σπαθιού του, όπου είναι σμιλεμένη, εκτός από το κούμπωμα, και η σχισμή, που για πρακτικούς λόγους φέρει κατά κανόνα η θήκη μιας πάλας λόγω της κύρτωσής της.
Η σύνθεση αξιοποιείται επιπλέον σε συμβολικό επίπεδο. Έτσι, το εν λόγω χιάζον σχήμα, που θυμίζει το σταυρό που μαρτύρησε ο Άγιος Ανδρέας, παραπέμπει στο σταυρικό μαρτύριο, στη σταύρωση, κατ επέκταση, στον θυσιαστικής φύσης θάνατο του ήρωα, ενώ τα υψωμένα χέρια του εικονοποιούν συμβολικά την ιδέα της εξέγερσης, του ξεσηκωμού ενάντια στο ζυγό και το μαρτύριο της σκλαβιάς, καθώς και της ανάστασης, που ακολουθεί πάντα τη σταύρωση. Τέλος, ο υπέρτατος βαθμός έντασης και η ακάθεκτης φύσης ορμητικότητα που χαρακτηρίζουν ιππέα και άλογο συνιστούν στοιχεία που προϊδεάζουν με ασφάλεια για τη νικηφόρο έκβαση της μάχης. Στο παρόν έργο, η δημιουργός μεταγράφει με τον πλέον πειστικό τρόπο μια στιγμή ιστορικής φύσης πολεμικού περιεχομένου, εμπνευσμένη από την Επανάσταση του 1821, όπου το άλογο συμβολοποιεί εκτός από τον υπέρτατο, μέχρις εσχάτων αγώνα για την ελευθερία, επιπλέον τον έντονα δραματικό χαρακτήρα της στιγμής, ενώ ο αναβάτης στρατηγός ενσαρκώνει όχι μόνο τον επικεφαλής στρατηγό αλλά κυρίως τον ασυγκράτητο πρόμαχο και τον κατεξοχήν πρωτεργάτη της νίκης.
Ένας επίσης όρθιος ανδριάντας του αρχιστρατήγου (εικ.8), λίγο μεταγενέστερος του προηγούμενου, απαντά στα Ιωάννινα και κοσμεί - μαζί με εκείνον του Αντώνη Κατσαντώνη - το Πάρκο των Ηρώων, που υπάρχει σε κεντρικό σημείο της πόλης. Φιλοτεχνείται το 2018 σε ορείχαλκο από τον γλύπτη Κώστα Καζάκο (1949) και τοποθετείται στο παρόν σημείο την ίδια χρονιά. Είναι ο νεότερος ανδριάντας όλων όσων έχουν δημιουργηθεί με θέμα τον αρχιστράτηγο και η ανέγερσή του οφείλεται στην ευγενή χορηγία του Γεωργίου Παππά, ο οποίος δίνει την παραγγελία για το έργο το 1917. Ο γιος του τελευταίου, Μάριος Παππάς, υπήρξε θαυμαστής και μελετητής της ζωής του ήρωα και είχε εκφράσει την επιθυμία να χρηματοδοτήσει ένα σχετικό ανδριάντα, κάτι που δεν κατάφερε ωστόσο να υλοποιήσει λόγω του πολύ πρόωρου θανάτου του. Η επιθυμία αυτή πραγματοποιήθηκε από τον πατέρα του προς τιμήν του ήρωα και στη μνήμη του γιού του.
Με διαστάσεις που υπερβαίνουν το συμβατό, το γλυπτό εδράζεται σε βάθρο ορθογώνιου σχήματος, το οποίο φέρει εξ ολοκλήρου επένδυση από λευκό μάρμαρο και ακουμπά σε αναβαθμό πολύ χαμηλό και πλατύτερο έναντι του βάθρου. Στην πρόσοψη του βάθρου είναι σημειωμένα με κεφαλαία εγχάρακτα γράμματα το ονοματεπώνυμο του στρατηγού, καθώς και η χρονολογία της γέννησης και του θανάτου του, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 1782 -1827.
Στην αριστερή πλαϊνή όψη του βάθρου, υπάρχει η κάτωθι επιγραφή, με τα λόγια και την υπογραφή του γιού του χορηγού, που εκφράζουν την αγάπη του για τον ήρωα, και δικαιολογούν τη συγκεκριμένη θεματική επιλογή, ''Τον αρματωλό και επαναστάτη που αγάπησα στα φοιτητικά μου χρόνια.'' ΜΑΡΙΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ και ακριβώς από κάτω, σε πλαίσιο κυκλικού σχήματος, η ανάγλυφη προσωπογραφία του.Στη δεξιά όψη του βάθρου, διακρίνεται η υπογραφή του γλύπτη και δεξιά από κάτω η χρονολογία φιλοτέχνησης του γλυπτού, Κ. Καζάκος ΒΙΗ'.
Ο στρατηγός στέκει όρθιος και απόλυτα μετωπικός σε στάση ήρεμης επιβολής και πλήρη πολεμικής ετοιμότητας. Το δεξί του χέρι, έντονα λυγισμένο στον αγκώνα, φέρεται με εμφατική, στομφώδη κίνηση μπροστά στη μέση του, κρατώντας δυναμικά το όπλο που βρίσκεται στο ζωνάρι του, ενώ το άλλο σφίγγει αποφασιστικά τη λαβή του σπαθιού του. Τα πόδια του αποδίδονται σε διάσταση, με το δεξιό να είναι επιδεικτικά προβεβλημένο μπροστά και τοποθετημένο σε ανώτερο επίπεδο – σε ένα μικρό βραχάκι.
Στην αγέρωχη, ευθυτενή στάση του, στις αποφασιστικές κινήσεις των χεριών του, καθώς και στον εύρωστο, στιβαρό σωματότυπό του και τον πλούτο της ενδυμασίας του, ο στρατηγός αποπνέει την αυτοπεποίθηση και την υπεροχή, που συνάδουν απόλυτα με το ύπατο στρατιωτικό του αξίωμα και τη νικηφόρο δράση του. Επιπλέον, αυτές οι επιλογές αποσκοπούν στην εξύψωση και την ηρωοποίησή της τιμώμενης μορφής, συμβολοποιώντας ταυτόχρονα μια ακατάβλητη ψυχική δυναμική, την οποία διέθετε σε απόλυτο βαθμό.
Η γράφουσα απευθύνει θερμές ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθειά τους στο έργο της στους κάτωθι: Αθανάσιο Αρκουμάνη, διευθυντή του τμήματος πολιτισμού και τουρισμού του Δήμου Άρτας, Μαρία Γιαννέλου, αρχαιολόγο-μουσειολόγο, επιμελήτρια στη Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας, Ευστάθιο Λεοντή, γλύπτη, Δημήτριο Γιώτη, πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Μαυρομματίου, Νικόλαο Βλάχο, καθηγητή και ιστορικό, Μαρία Παναγοπούλου, αντιδήμαρχο Τριφυλίας, Αναστάσιο Λιακάκη, κοινοτάρχη Σιδηροκάστρου, Κώστα Καζάκο, γλύπτη, Κλεοπάτρα Εξάρχου, διευθύντρια στη Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων.
Αντουανέττα Λογίου - Μπουρή
φιλόλογος - ιστορ. της τέχνης
ΜΑSc.Lang, MALettres, MAHA, PhD.