Γράφει η δικηγόρος Αναστασία Μήλιου 

Τι απαιτείται για την απονομή και την παράταση σύνταξης αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ι.Κ.Α, του οποίου το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, δεν συνδέεται με χρονικές προϋποθέσεις; Αρμόδια όργανα να αποφανθούν για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σχετικής σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας είναι οι πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές. 

Τι γίνεται όταν ο ασφαλισμένος έπαιρνε σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος και το ΙΚΑ με απόφασή του, την έκοψε διότι θεώρησε ότι δεν δικαιούται πλέον τέτοιου είδους σύνταξη;

Σύμφωνα με τις  διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» όπως ισχύουν ορίζεται ότι: « α) Ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηροςαν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένισης σωματικής ή πνευματικής,μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες  και  τη μόρφωση του περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5) του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. β) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το ένα τρίτο (1/3) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. γ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος αν λόγω πάθησης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης... δ) ..., ε) ......... στ) Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού της αναπηρίας σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια α`, β` και γ`, το ποσοστό της αναπηρίας που οφείλεται σε ιατρικά κριτήρια μπορεί να αυξηθεί και μέχρι 17 ποσοστιαίες μονάδες, λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, ζ) Εφ` όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται βαριά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. α` δικαιούται σύνταξη ίση με την οριζόμενη κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του παρόντος νόμου. Εφ` όσον ο ασφαλισμένος κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. β` δικαιούται τα τρία τέταρτα (3/4) της σύνταξης αυτής και, εφόσον κρίνεται μερικά ανάπηρος κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφ. γ` δικαιούται το 1/2 της σύνταξης αυτής η) ..θ) . .» 

Περαιτέρω, στο άρθρο 34 του ως άνω ΑΝ. 1846/1951, με τιτλο«Εργατικόν ατύχημα και επαγγελματική νόσος», ορίζεται ότι σε περίπτωση που το γεγονός που θεμελιώνει το δικαίωμα σε ασφαλιστική παροχή οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής ή σε επαγγελματική ασθένεια, δεν απαιτείται για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών, η συμπλήρωση των προβλεπομένων στο νόμο ημερών εργασίας. Κατά δε τον Κανονισμό Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α. αρμόδιες για την διαπίστωση από ιατρική άποψη της φύσης, των αιτιών, της έκτασης και της διάρκειας της σωματικής ή πνευματικής βλάβης εκείνου που ζητά σύνταξη αναπηρίας είναι, κατά το άρθρο 29, οι υγειονομικές επιτροπές, οι γνωματεύσεις των οποίων, είναι δεσμευτικές για τα όργανα τα αρμόδια για την απονομή της ασφαλιστικής παροχής, εφόσον εκδίδονται με τον προσήκοντα τρόπο και είναι ειδικά αιτιολογημένες.

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για την απονομή και την παράταση σύνταξης αναπηρίας σε ασφαλισμένο του Ι.Κ.Α, του οποίου το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματοςκατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, δεν συνδέεται με χρονικές προϋποθέσεις, απαιτείται, καταρχήν, η ύπαρξη ορισμένης πάθησης, βλάβης, σωματικής ή πνευματικής εξασθένισης, αρμόδια δε να αποφανθούν για τη φύση, τα αίτια, την έκταση και τη διάρκεια της σχετικής σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας (ιατρική αναπηρία), είναι τα υγειονομικά όργανα του Ιδρύματος, δηλ. οι πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές. Οι τελευταίες, με σχετικές γνωματεύσεις τους, οι οποίες, εφόσον αιτιολογούνται επαρκώς, είναι δεσμευτικές για τα ασφαλιστικά διοικητικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια, καθορίζουν το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης που οφείλεται στην ως άνω διαπιστούμενη ανικανότητα. Περαιτέρω, απαιτείται να συντρέχει, λόγω της προηγούμενης βλάβης, και βιοποριστική ανικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει περισσότερα από ένα συγκεκριμένο ποσοστό, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου, που κερδίζει υγιής μισθωτός στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία (ασφαλιστική αναπηρία). Η στάθμιση της ασφαλιστικής αναπηρίας, που γίνεται κατά συνεκτίμηση της ιατρικώς διαπιστωθείσας πάθησης ή βλάβης του ασφαλισμένου, του επαγγέλματος του, της ηλικίας του, της μόρφωσης του, της δυνατότητας του να ασκεί το προηγούμενο ή άλλο παρεμφερές επάγγελμα, καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ανήκει στα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. και, σε περίπτωση αμφισβήτησης κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, στα διοικητικά δικαστήρια (πρβλ. ΣΤΕ 1940/2003, 3812/2001 κ α). Περαιτέρω, τα ασφαλιστικά όργανα, προκειμένου να προσδιορίσουν το ποσοστό της μη οφειλόμενης σε ιατρικά κριτήρια αναπηρίας του ασφαλισμένου, λαμβάνουν υπόψη το συνολικό ποσοστό της οφειλόμενης σε ιατρικά κριτήρια αναπηρίας του και μπορούν να αυξήσουν το ποσοστό αυτό έως δεκαεπτά ποσοστιαίες μονάδες λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, σύμφωνα με την περ. στ` της παρ. 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 (ΣτΕ 3237/2004, 2142/2004, 36/2004, 3381/2003).

Με βάση τα ανωτέρω  το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών,  με απόφαση του λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας: «α) το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης του ασφαλισμένου-εφεσίβλητου, που ανέρχεται σε 35% για το  χρονικό διάστημα που του διεκόπη η καταβολή σύνταξης, το είδος και τη φύση της πάθησης του, ιδίως δε τα κλινικά συμπτώματα αυτής, όπως καθορίστηκαν με την νόμιμα αιτιολογημένη, και ως εκ τούτου δεσμευτική, γνωμάτευση της Β/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής, β) την ηλικία του εφεσίβλητου (42 ετών), κατά το χρόνο που διεκόπη η συνέχιση της καταβολής της σύνταξης του, σε συνδυασμό με το είδος της εργασίας του (εργάτης φορτοεκφορτωτής), η οποία, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι βαριά και επίπονη ακόμη και για τον απολύτως υγιή και νεότερο του εφεσίβλητου φορτοεκφορτωτή, καθώς προϋποθέτει άρτιες σωματικές δυνάμεις, καταβολή έντονης σωματικής προσπάθειας, αντοχή στη σωματική κόπωση, σταθερότητα, ευκινησία, ασφαλή και ικανή στήριξη του ανθρώπινου σώματος στα κάτω άκρα του και πλήρη λειτουργικότητα αυτών, γ) το γεγονός ότι οι διαπιστωθείσες παθήσεις, και η σχετική με αυτές «δυσχέρεια βαδίσεως», επηρεάζουν δυσμενώς, εκτός από την καθημερινότητα του εφεσίβλητου κατά μείζονα λόγο τη συνέχιση της ιδίας ή άλλης παρεμφερούς εργασίας από αυτόν, καθώς μειώνουν την παραγωγικότητα του και παρεμποδίζουν τη πραγματοποίηση κινήσεων απαραίτητων για την εργασία του, όπως η συνεχής άρση και μεταφορά βαρέων αντικειμένων (π.χ. οικοσυσκευών και επίπλων), δ) το γεγονός ότι δεν προκύπτουν συγκεκριμένες γραμματικές γνώσεις του ασφαλισμένου που θα του επέτρεπαν την εύρεση και άσκηση άλλης εργασίας με ηπιότερη σωματική καταπόνηση, στ) τις συνθήκες εργασίας, που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, καθώς οι ευκαιρίες για απασχόληση, οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, δεν παρουσιάζουν αύξηση, είναι ακόμη πιο περιορισμένες για τον εφεσίβλητο δεδομένου ότι στην αγορά εργασίας προτιμώνται νεότεροι και υγιέστεροι μισθωτοί, που είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν καλύτερα στις ιδιαίτερες συνθήκες του επαγγέλματος, στ) τους όρους αμοιβής υγιούς μισθωτού της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας, κρίνει ότι ο εφεσίβλητος, κατά το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως 31.01.2007, δεν μπορούσε να κερδίζει, παρέχοντας την ίδια ή παρεμφερή εργασία, που να ανταποκρίνεται στην ηλικία, τις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωση του, περισσότερο από το μισό (1/2) του ποσού εκείνου που κερδίζει υγιής μισθωτός, που απασχολείται στην ίδια περιφέρεια με την ίδια επαγγελματική κατηγορία και μόρφωση. Συνεπώς ο εφεσίβλητος κρίνεται ασφαλιστικά ανάπηρος κατά την έννοια του εδαφίου γ` της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 για το χρονικό διάστημα από 01.02.2006 έως 31.01.2007, και δικαιούται για το διάστημα αυτό σύνταξη μερικής αναπηρίας ίση με το ½ της πλήρους συντάξεως.»

 

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top