Γεώργιος Ε. Κολιός

Δικηγόρος παρ’ εφέταις

Εκκλησία και πολιτεία είναι οι δύο διακριτές μορφές της μίας και αδιαίρετης έννοιας της χριστιανοσύνης, μορφές που στην πολιτική και θεολογική σκέψη των Ελλήνων δεν νοούνται χωριστά.

Στην αρχαία Ρώμη επικρατούσε ανεξιθρησκεία, με την έννοια ότι οι Ρωμαίοι πολίτες μπορούσαν να λατρεύουν όποιον θεό ήθελαν, παράλληλα όμως έπρεπε να λατρεύουν και τον ηγεμόνα τους (για πολιτικούς λόγους κυρίως. Οι Εβραίοι στην Ρώμη, λόγω της μονοθειστικής τους θρησκείας, έπρεπε να θυσιάζουν και αυτοί, έστω και «υπέρ» του ηγεμόνα (όχι «στον» ηγεμόνα). Το ίδιο ίσχυσε αρχικά και για τους Χριστιανούς, τους οποίους οι Ρωμαίοι εξαιτίας της προέλευσής τους ταύτιζαν με τους Εβραίους. Με την έναρξη των διωγμών των Χριστιανών επί Νέρωνα (το 64) και εφεξής έως ότου αυτοί γενικεύτηκαν, (επί Δεκίου το 249-250, η έμπρακτη μετάνοια ενός συλληφθέντος Χριστιανού, που θα εκδηλωνόταν με την προσφορά θυσίας «στον» αυτοκράτορα, θα εσήμαινε και την πολιτική νομιμοφροσύνη του τελικά. Σκοπός του Ρωμαικού Κράτους δεν ήταν η οπωσδήποτε τιμώρηση των Χριστιανών, αλλά η εγκατάλειψη της πίστης τους, που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν επικίνδυνοι για την υπόσταση του Κράτους.
Κατά την Βυζαντινή περίοδο, η ευνοική στάση των αυτοκρατόρων απέναντι στην εκκλησία προήλθε εκ της διαπιστώσεως ότι η νέα πίστη θα μπορούσε να εξελιχτεί σε παράγοντα συνοχής για τον ανομοιογενή πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Έτσι οι αυτοκράτορες επενέβαιναν συνεχώς στα εκκλησιαστικά πράγματα όπως στην εκλογή επισκόπων και Πατριαρχών, στις συγκλήσεις συνόδων, αλλά και στα του δόγματος.Αποφασιστικής σημασίας ήταν η αναγνώριση στον Πατριάρχη Κων/πόλεως «ίσων πρεσβείων» προς τον Πάπα της Ρώμης (Δ΄Οικουμ. Σύνοδος Χαλκηδόνος -451 μ.χ.). Όμως αυτή η αυτοκρατορική προστασία δεν εμπόδισε την Εκκλησία να αντιταχθεί σε αυτοκράτορες, είτε για την προστασία δογματικών θεμάτων, όπως το θέμα των εικόνων ή του επί της ενώσεως των εκκλησιών,είτε επί θεμάτων που παρεβίαζαν βασικές εκκλησιαστικές αντιλήψεις, ως επί του θέματος του τετάρτου γάμου (επί Λέοντος Σοφού). Επί Ιουστινιανού αναγνωρίστηκε η δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων  και η αρμοδιότητά τους επί κληρικών και μοναχών αλλά και επί λαικών, εφόσον οι τελευταίοι υπεβάλλοντο σ’ αυτά κατόπιν συμφωνίας των μερών. Αλλά και όλες οι διαφορές εκ γάμων υπήχθησαν στην δικαιοδοσία των επισκόπων (Νεαρά 27 του Αλεξίου Κομνηνού). Η εκκλησιαστική περιουσία αυξήθηκε αλματωδώς χάρις στις κρατικές ελευθεριότητες και στις δωρεές και κληροδοσίες  ιδιωτών, καθισταμένης της Εκκλησίας ως ενός των σημαντικωτέρων γαιοκτημόνων του Βυζαντίου και συγκρουομένης  ως προς τούτο, με αυτοκράτορες που θέλησαν να ανακόψουν την συγκέντρωση της εγγείου ιδιοκτησίας στα χέρια των δυνατών.Συμπερασματικά, η Πολιτεία, απ’ τη μια πλευρά επιδίωκε την εξασφάλιση της  ενότητας της πίστης, έστω και με δογματικές παραχωρήσεις, ενώ η Εκκλησία, από την άλλη, την εξασφάλιση ορθοτομίας της χριστιανικής διδασκαλίας, έστω και χωρίς ενότητα (ας μην ξεχνούμε ότι, ειδικά στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, η χριστιανική δογματική διδασκαλία χαρακτηριζόταν από έντονες αντιθέσεις στους κόλπους της Εκκλησίας).
Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, παρεχωρήθησαν στην Εκκλησία, εκ των Τούρκων Σουλτάνων,  προνόμια θρησκευτικού, πολιτικού (κυρίως δικαστικά) και οικονομικού χαρακτήρος. Αυτά εξεπήγαζαν από το Ιερό δίκαιο των μουσουλμάνων (cheri), το οποίο δεν θεωρούσε τους Χριστιανούς και Ιουδαίους ειδωλολάτρες, γι’ αυτό και επέτρεπε στους οπαδούς του να «φείδωνται των απίστων» και να τους επιτρέπουν να διαβιούν υπό την θρησκείαν και τους νόμους των, αρκεί να παραδοθούν οικειοθελώς και να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο (θεσμός του αμάν). Τα προνόμια αυτά ήταν ειδικά (αφορούσαν τον Πατριάρχη ως θρησκευτικοπολιτικό ηγέτη των ορθοδόξων, τον οποίο είχε αποκαταστήσει ο Μεχμέτ ο Β΄ με βεράτι λίγο μετά την εκπόρθηση της Πόλης), και γενικά αφορώντα την εκκλησία στο σύνολό της. Αυτά κατοχύρωναν την ελευθερία της λατρείας,την εσωτερική αυτοδιοίκηση κοινοτήτων και ιδρυμάτων θρησκευτικού ή πνευματικού χαρακτήρα, ελεύθερη διαχείρηση των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων, δικαιοδοσία σε εκκλησιαστικά όργανα επίλυσης πνευματικών ζητημάτων, οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών. Ο τύπος παραχώρησης των προνομίων αυτών ήταν διά βερατίου,ενώ η αρμοδιότητα εκλογής του Πατριάρχη ανήκε στην πατριαρχική σύνοδο, τον οποίο όμως ο Σουλτάνος μπορούσε και να τον παύει αν δεν ήταν αρεστός στην Πύλη. Ο Μωάμεθ ο Β΄απέδωσε στην Εκκλησία όλη την ακίνητη περιουσία που είχε κατά την εποχή των Παλαιολόγων (χαρακτηριζομένη ως αφιερωθείσα –wakf), η οποία χάρις και στα παραχωρηθέντα προνόμια, με τον καιρό αυξήθηκε τόσο ώστε το 1835, με την τότε απογραφή, έφτανε το τέταρτο των συνολικών γαιών της απελευθερωθείσης Ελλάδος.
Κατά την περίοδο της Ανεξαρτησίας η επικοινωνία με το Πατριαρχείο που είχε διακοπεί, λόγω του απελευθερωτικού αγώνα, αποκαταστάθηκε επί Καποδίστρια. Την τότε εκκλησιαστική διοίκηση ασκούσε το Μινιστέριο της Θρησκείας. Από τότε και εντεύθεν όλα τα συνταγματικά κείμενα καθιέρωναν ως επικρατούσα στην Ελλάδα την θρησκεία της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, ενώ εξασφαλιζόταν η ελευθερία λατρείας κάθε άλλης θρησκείας. Σε πολλούς κύκλους της εποχής είχε επικρατήσει η ιδέα ανεξαρτητοποιήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο (λ.χ. Κοραής, Φαρμακίδης). Έτσι μετά την εγκατάσταση του Όθωνα, ο Μάουρερ, Βαυαρός νομικός απολυταρχικών απόψεων, μέλος της αντιβασιλείας, προχώρησε στην πραγματοποίηση της θέσης αυτής και τελικά στις 23-7/1-8/1833 υπογράφτηκε η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία κατέστη αυτοκέφαλος, «φυλαττομένης απαραχαράκτου της δογματικής ενότητας μετά των υπολοίπων Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών». Την εξουσία ασκούσε 5μελής Σύνοδος, όμως «υπό την κυριαρχίαν του Βασιλέως», που κατέληγε να είναι ο διοικητικός αρχηγός της Εκκλησίας. Με τον καιρό ανέκυψε η ανάγκη να επιλυθεί το εκκλησιαστικό ζήτημα που δημιουργήθηκε (αφού το Πατριαρχείο δεν συναίνεσε στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου). Λόγω και της διατύπωσης των άρθρων για τη θρησκεία στο Σύνταγμα του 1844, τελικά μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης – Πατριαρχείου, στις 29-6-1850 εκδόθηκε ο συνοδικός τόμος βάσει του οποίου η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρυσσόταν αυτοκέφαλη, όχι όμως αναδρομικά. Αργότερα το 1852 οι νόμοι Ν.Σ. και Σ.Α.περιόρισαν σημαντικά τις επεμβάσεις της Πολιτείας, απαλειφθέντος και του όρου για την «κυριαρχία» του Βασιλιά. Για την λήψη αποφάσεων αρκούσε μόνο η προσυπογραφή του Βας. Επιτρόπου, χωρίς να απαιτείται έγκριση της κυβέρνησης. Τα επόμενα συντάγματα του 1864,  1911και 1927(αλλαγή του όρου «ανεξιθρησκεία» σε «θρησ.ελευθερία») επανέλαβαν σε γενικές γραμμές τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, ενώ αυτά του 1968 και του 1973  απομακρύνθηκαν σε 2 σημεία: πρώτον εισήγαγαν διάκριση των ιερών κανόνων σε δογματικούς και διοικητικούς και δεύτερον επέβαλαν στην Πολιτεία να ζητά την γνώμη (απλή) της Ι. Συνόδου για νόμους που επρόκειτο να καταθέσει αφορώντων σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα της εκκλησίας. Ας μην ξεχνούμε και τους κατά καιρούς ψηφισθέντες Καταστατικούς Νόμους, κυρίως την Συνοδική Πράξη και Ν.3615/1928, διά του οποίου περιέρχονται στην Διοίκηση της  Εκκλησίας της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες των Νέων Χωρών.                                                                                                  
    

 

 


















ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top