Η σύγχρονη ελληνική δημόσια διοίκηση (και η δημοσίου και η ιδιωτικού δικαίου), είναι κατά βάσιν πιο καλός εργοδότης από την ανάλογη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Η δημόσια διοίκηση έχει συνέχεια και σταθερότητα, ανώτερο εισόδημα, κοινωνικές παροχές υψηλότερου επιπέδου.Παρόλα αυτά και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, τις τελευταίες δεκαετίες, κατοχυρώθηκαν και  εξομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τους δημόσιους υπαλλήλους , σε νομοθετική βάση όμως, όχι σε συνταγματική (Ν.993/1979). Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1970 νέοι αυξημένων τυπικών προσόντων επιζητούν εργασία σε τομείς του δημοσίου, των οποίων όμως οι γνώσεις είναι τόσο υψηλές, ώστε εμφανώς δεν είναι κάποιας χρησιμότητας στις δημόσιες υπηρεσίες . Η ανάγκη σιγουριάς και κατοχύρωσης οδηγεί σε αυτοαχρήστευση αυτών των δυνατοτήτων από την στιγμή της συμπερίληψής τους στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα . Λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων είναι ΔΕ και ελέγχουν την ΑΔΕΔΥ, και μέσω αυτής τις εσωτερικές ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις, οι τελευταίοι αναγκαστικά στρέφονται εναντίον των υπαλλήλων με ανώτερα τυπικά προσόντα αχρηστεύοντας τις δυνατότητές τους.
Αυτή η επιθυμία για απόλυτη εξασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων (σταδιοδρομίας και εξέλιξής τους), οδήγησε τελικά στην αχρήστευση της κατ’ εκλογήν  προαγωγής και την αντικατάστασή της με την κατ’ αρχαιότητα. Συνέτεινε σ’ αυτό και το ΣτΕ διότι απαίτησε πλήρη αιτιολογία για την κατ’ εκλογήν προαγωγή ώστε τελικά κατοχύρωσε την κατ’ αρχαιότητα. Αν ληφθεί υπόψη ότι οι προσλήψεις γίνονται σταδιακά αλλά μαζικά κάθε φορά, ανάλογα με το ρυθμό εξόδου από την υπηρεσία, προκύπτει εύκολα η διαστρωμάτωση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος κατ’ αρχαιότητα. Ενώ και η πραγματική απόδοση των δημοσίων υπαλλήλων προκύπτει από τα φύλλα ελέγχου και αξιολόγησης, που συντάσσουν δημόσιοι υπάλληλοι, κατατάσσοντας τους όλους  στον άριστο βαθμό απόδοσης, αχρηστεύοντας έτσι κάθε σύστημα αξιολόγησης (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων).
Η πολιτική ηγεσία για να αντιδράσει στην τακτική αυτή του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος, εγκαινίασε μία νέα τακτική. Την είσοδο στη δημόσια διοίκηση ενός ξένου προς αυτή προσωπικού: του τεχνικού ή πολιτικού προσωπικού των γραφείων των Υπουργών και Υφυπουργών, γνωστών ως «ειδικών» συμβούλων, αφενός, και αφετέρου των Ειδικών Γραμματέων, ως συντονιστών ευρέων τομέων δράσης των Υπουργείων. Αυτοί ενώ εισέρχονται ως διορθωτικό στοιχείο στον ερμητικά κλεισμένο χώρο της «εντροπίας» των δημοσίων υπαλλήλων, εντούτοις φέρουν μαζί τους τα χαρακτηριστικά της εφημερότητάς τους. Σπάνια γνωρίζουν το αντικείμενο της εργασίας τους, το οποίο προσπαθούν να μάθουν από τους δημοσίους υπαλλήλους,  ενώ οι τελευταίοι αποκλείονται από το Υπουργικό Γραφείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ως σύμβουλοι «οι μαθητές τους». Και όταν αυτοί οι ειδικοί σύμβουλοι φτάνουν στο σημείο να ανατρέπουν τα ηλιακά δεδομένα της υπαλληλικής διαστρωμάτωσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας, λόγω δήθεν «ανάγκης προώθησης» συγκεκριμένων πολιτικών προγραμμάτων εξαιτίας ευρισκομένων διαθεσίμων κονδυλίων στον κρατικό προϋπολογισμό, τότε η αντιπαράθεση μετατρέπεται πια σε αληθινό πρόβλημα συμβίωσης . Η σύγκρουση αυτή οδηγεί σε περαιτέρω απομάκρυνση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος από την φυσική του (πολιτική)  ηγεσία , στο κλείσιμο στον εαυτό του, σε αμυντική, διόλου παραγωγική θέση, στενότερου πνεύματος κατοχύρωσης του κλάδου και των προσωπικών φιλοδοξιών.
Ρυθμίσεις του προβλήματος έχουν επιχειρηθεί πολλές, όπως η ορθολογικότερη κατανομή του προσωπικού στις υπηρεσίες  ή στην πρωτεύουσα ή στην επαρχία, αναλόγως προσόντων και χρησιμότητάς τους. Καμία όμως δεν ευδοκίμησε. Αναφέρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την ψήφιση δύο νόμων, τον Ν. 1505/1984 και τον Ν. 1586/1986 (γνωστός και ως ενιαίο βαθμολόγιο). Και αργότερα η προσπάθεια του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας (κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Υπουργείο Εσωτερικών στις αρχές της 10ετίας του 2000 επί κυβερνήσεως Καραμανλή  του κόμματος της  Νέας Δημοκρατίας, που αποσκοπούσε στην εισαγωγή αντικειμενικών κριτηρίων  για την κρίση και τα προσόντα προαγωγής και βαθμολογίου των Δημοσίων  Υπαλλήλων). Αντίθετα, όλες οι προσπάθειες αυτές επέτειναν το πρόβλημα, αφού ήταν καρπός διαπραγμάτευσης της ΑΔΕΔΥ με την πολιτική ηγεσία και έτσι σαφώς προστατευτικοί για τους δημοσίους υπαλλήλους στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Ο δημόσιος υπάλληλος, σ’ αυτό το περιβάλλον προσπαθεί να εκτελεί τα καθήκοντά του με τον λιγότερο επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο. Εφαρμόζει τις διατάξεις με τρόπο νομικίστικο κι αφήνει την διαχείριση επικίνδυνων πρωτοβουλιών στους άλλους. Σ’ αυτήν του την τακτική συνεπικουρείται κι από το ΣτΕ, το οποίο αποφαίνεται για  τις σχετικές διαφορές που εισάγονται σ’ αυτό κατά τους κανόνες της νομικής δικαιοδοτικής λογικής, όπως είναι φυσικό, και όχι κατά τους κανόνες που διέπουν τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί η ενεργός διοίκηση κατά την εκάστοτε, συγκεκριμένη, περίπτωση. Έτσι και οι δύο φορείς, διαφορετικών εξουσιών ο κάθε ένας (οι δημόσιοι υπάλληλοι από την μία πλευρά και οι αρμόδιοι δικαστές της διοικητικής δικαιοσύνης από την άλλη), φτάνουν στο σημείο, ενεργώντας  ο καθένας στα πλαίσια των πρακτικά και θεωρητικά οριοθετούμενων εξουσιών του, να νομιμοποιούν ο ένας τον άλλον (ακόμη και σε επίπεδο ανωτάτου δικαστηρίου). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι δημόσιοι υπάλληλοι ενεργούν στο πλαίσιο μίας μόνο αρχής, αυτής της νομιμότητας, της συμπεριφοράς τους αυτής αποδεκτής γενομένης από την πάγια νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων. «Κλείνοντας», κυριολεκτικά, «τα μάτια» ή αδιαφορώντας ως προς την μεταχείριση της εκάστοτε περίπτωσης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει στο Κράτος την μέγιστη δυνατή ωφέλεια.
Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, παρατηρούμε πως ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος ενεργεί περισσότερο ως οργανωμένη κοινωνική δύναμη που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της θέσης εργασίας του και της ατομικής (του καθενός) επαγγελματικής εξέλιξης , ακόμη και αν αυτό δεν συνάδει με την πραγματική απόδοση στον τομέα ευθύνης του εκάστοτε δημοσίου υπαλλήλου. Η κυβέρνηση αντιδρώντας σ’ αυτήν τη νοοτροπία προσπαθεί να αναζωογονήσει την δημόσια διοίκηση, αλλά με τρόπο που τελικά γίνεται αφορμή για περαιτέρω έριδες, εισάγοντας σ’ αυτή προσωπικό (πολιτικό ή παραπολιτικό) από το κάθε φορά πολιτικό κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερη σύγχυση αρμοδιοτήτων και απομόνωση των δημοσίων υπαλλήλων ως αποτέλεσμα. Κατόπιν η κυβέρνηση προκειμένου να αυξήσει την απόδοση του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου νομοθετεί επιπλέον μέτρα , που με την σειρά του ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος «σαμποτάρει», κάνοντάς τα τελικώς ανεφάρμοστα, με την συνεπικουρία και της δικαιοσύνης, στην οποία εντέλει καταφεύγει, αφού έχει εφαρμόσει πρώτα διάφορους νομικισμούς ως τρόπο άμυνας και σιγουριάς του. Η δικαιοσύνη, σε ένα προ του τέλους στάδιο, εξασφαλίζει αυτούς τους νομικισμούς γιατί σκέπτεται πάντα με νομικά κριτήρια (ως δικαιοδοτικό όργανο) και έτσι καταλήγουμε πάντα στην αρχή (το τελευταίο στάδιο), όπου από όλη αυτήν τη διαδικασία τίποτε δεν έχει αλλάξει. Πρόκειται για την αρχή και το τέλος του  λεγόμενου ελληνικού γραφειοκρατικού φαύλου κύκλου, ανάλογος με αυτόν της Ιταλίας, κατά τον  Sabino Cassese.      
                                                                                   

Γεώργιος Ε. Κολιός
Δικηγόρος παρ’ εφέταις

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top