Του Βασίλη Τσίρκα*

Τα τελευταία οκτώ χρόνια μνημονίων η χώρα μας βρέθηκε αντιμέτωπη  με την οικονομική, κοινωνική και θεσμική χρεοκοπία.

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα πρώτα τέσσερα χρόνια στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού είχαν ως στόχο την εκμηδένιση των δημοκρατικών θεσμών του κράτους με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ίδιας της δημοκρατίας, την απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και την απώλεια της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Είναι γεγονός ότι η ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και η τεχνοκρατική αντίληψη που είχε ηγεμονεύσει τα χρόνια αυτά αποξένωσε ολοκληρωτικά τον λαό από τους εκπροσώπους του δημιουργώντας αποστροφή προς τον κοινοβουλευτισμό.
Επομένως, η συνταγματική αναθεώρηση είναι μια άσκηση δημοκρατίας που μπορεί υπό προϋποθέσεις να θέσει ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την ίδια την πολιτική ως συστατικό της δημοκρατίας. Μια άσκηση για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον κοινοβουλευτισμό.
Από τη μια μεριά, η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Μιας οργάνωσης -μη οργάνωσης- που δεν ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Αλλά αντίθετα, αποτελούσε πολιτική επιλογή.  Καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό και για τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού.
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα. Έφερε στο προσκήνιο με ένταση, λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της ίδιας της δημοκρατίας. Και τέλος,  μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Σε αυτή τη νέα ιστορική φάση όπου η χώρα έχει εξέλθει οριστικά από τα μνημόνια και την επιτροπεία, η αναθεώρηση του Συντάγματος  μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, την προώθηση της ισότητας και της ισονομίας, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων και τον θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν ενδιαφέρει την κοινωνία στη παρούσα φάση. Κι όμως η κοινωνία αναγνωρίζει την ευθύνη όσων κυβέρνησαν μέχρι σήμερα για την απαξίωση των θεσμών αντιπροσώπευσης, τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ίδια τη Δημοκρατία.
Με τις προτάσεις μας επιχειρούμε να διορθώσουμε διαπιστωμένες στρεβλώσεις του Συνταγματικού χάρτη της χώρας.
Πιο αναλυτικά, με το άρθρο 54 του Συντάγματος επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε την αρχή της ισοτιμίας της ψήφου και την αναλογική εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε το Κοινοβούλιο να αντανακλά τους πραγματικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος για κυβερνήσεις συνεργασίας και ανάδειξης του αμοιβαίου έλεγχου των κυβερνητικών εταίρων στη βάση προγραμματικών συμφωνιών ως θεσμική και δημοκρατική εγγύηση. Προτείνουμε έτσι την εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές καθώς και την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, με την οποία διευκρινίζεται ότι αναλογικό θεωρείται ένα εκλογικό σύστημα, εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας.
Σημαντικό σημείο της πρότασής μας αποτελεί η προσθήκη μιας νέας διάταξης στο άρθρο 56 που αποσκοπεί στην αποτροπή επαγγελματοποίησης της πολιτικής και την ανανέωση της εθνικής αντιπροσωπείας, δίνοντας ένα ισχυρό μήνυμα ενάντια στην κυριαρχία των πολιτικών «τζακιών».
Η ισχυρή παρουσία πολιτικών δυναστειών στον ελληνικό δημόσιο βίο συνέβαλε στη διαμόρφωση συστήματος πελατειακών σχέσεων. Προτείνουμε λοιπόν προσωρινό κώλυμα εκλογιμότητας, για τις αμέσως επόμενες βουλευτικές εκλογές, όσων έχουν διατελέσει βουλευτές σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές περιόδους, στις οποίες δεν θα συνυπολογίζονται βουλευτικές περίοδοι με διάρκεια μικρότερη των 2/3 της πλήρους διάρκειας της βουλευτικής περιόδου.
Μας προκαλεί εντύπωση η πρόταση της ΝΔ για το άρθρο 79 και το χρυσό δημοσιονομικό κανόνα. Προτείνουν την εισαγωγή στο Σύνταγμα ρυθμίσεων που θα δεσμεύουν τον προϋπολογισμό της χώρας να είναι ισοσκελισμένος. Ο δημοσιονομικός αυτός κανόνας είναι ξεκάθαρα μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που επιβάλλει ισόβια λιτότητα στον ελληνικό λαό.
Με την πρόταση αυτή θεσμοθετείται ένα εσωτερικό και μόνιμο ΔΝΤ που θέτει ισχυρότατες δεσμεύσεις στην άσκηση πολιτικής για τον δημοκρατικά εκλεγμένο νομοθέτη και καθιστά συνταγματικά επιτρεπτό κάθε περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων που περιέχουν παροχές και για τον λόγο αυτό μας βρίσκει κάθετα αντίθετους.
Η ύπαρξη ενός συνταγματικού κανόνα δημοσιονομικής πειθαρχίας θα λειτουργήσει ως μία γενική ρήτρα που θα θέτει όρια σε κάθε είδους παροχή του κράτους προς τους πολίτες και θα περικόπτει κάθε δαπάνη που αφορά σε μισθούς και συντάξεις, εφόσον διαφαίνεται ανατροπή του ισοζυγίου εσόδων-εξόδων. Πρόκειται δηλαδή για έναν κόφτη, που θέλει η ΝΔ να εισαχθεί στο Σύνταγμα της χώρας.
Γι’ αυτό τον λόγο ένας συνταγματικός κανόνας περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή και το αναφαίρετο συστατικό της, τον πολιτικό πλουραλισμό, ως την κατευθυντήρια αρχή ενός συνταγματικού κράτους, και περιορίζει υπερβολικά τους πολιτικούς ελιγμούς σε ζητήματα δημοσίων οικονομικών και οικονομικής πολιτικής, εγγράφοντας στο Σύνταγμα νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές επιλογές.
 Προφανώς και αποτελεί σημαντικό κομμάτι η τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων, ειδικά μετά την σκληρή λιτότητα τα τελευταία 8 χρόνια, αλλά το Σύνταγμα δεν είναι ο κατάλληλος νομικός «τόπος» για έναν κανόνα που επιβάλλει ισοσκελισμένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς.
Με την τροποποίηση του άρθρο 74 προτείνουμε την συνταγματική καθιέρωση του θεσμού της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Δηλαδή να αναγνωριστεί η δυνατότητα σε εκατό χιλιάδες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα να υποβάλλουν προτάσεις νόμου, οι οποίες θα εισάγονται υποχρεωτικά στη Βουλή για συζήτηση, επεξεργασία και ψήφιση.
Η λαϊκή συμμετοχή στην άσκησης της νομοθετικής λειτουργίας δεν προτείνεται ως εναλλακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά -συμπληρωματικά προς αυτή- ως εργαλείο με σκοπό την ενίσχυση της διαδικαστικής νομιμοποίησης της εξουσίας και την άμβλυνση των δομικών ελλειμμάτων του αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Οι προτάσεις μας για την συνταγματική αναθεώρηση συνιστούν θεσμικό αντίβαρο για την επούλωση των πληγών που άφησαν πίσω τους τα μνημόνια και οι ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Είναι ευθύνη όλων των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού φάσματος να μη χαθεί η ιστορική ευκαιρία για μια δημοκρατική και προοδευτική αναθεώρηση. Να μην χάσουμε την ευκαιρία να αφουγκραστούμε τις ανησυχίες και τη βούληση του ελληνικού λαού.
Η Κυβέρνηση στη μεταμνημονιακή περίοδο έχει μπροστά της τον δύσκολο στόχο της κοινωνικής και οικονομικής ανάκαμψης, με προοδευτικές μεταρρυθμιστικές τομές. Η ενίσχυση και η στήριξη των αδύναμων και των μικρομεσαίων θα πρέπει να κινηθούν παράλληλα με τις ριζοσπαστικές δημοκρατικές θεσμικές τομές.
Η συνταγματική αναθεώρηση, όπως έχει διακηρύξει ο πρωθυπουργός, έχει μεταξύ άλλων στο επίκεντρο τη θωράκιση της Πολιτείας απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα που οδήγησαν στη χρεοκοπία και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και οι αλλαγές στο καθεστώς της βουλευτικής ασυλίας έρχονται ως ώριμο τέκνο της ιστορικής συγκυρίας αλλά και ως λαϊκή απαίτηση για δικαιοσύνη και ισονομία.

* Ο Βασίλης Τσίρκας είναι βουλευτής Άρτας του ΣΥΡΙΖΑ.
** Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία που πραγματοποίησε ο Βασίλης Τσίρκας στην Επιτροπή Συνταγματικής Αναθεώρησης της Βουλής στις 20/12/2018.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΡΘΡΩΝ

Go to top